karaktero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- karaktero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karaktero | karakteroj |
αιτιατική | karakteron | karakterojn |
karaktero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karaktero | karakteroj |
αιτιατική | karakteron | karakterojn |
karaktero (eo)