14/4/25

Πώς να χάσετε κιλά με κακό τρόπο

 

 


 

Μετά την προθανάτια εμπειρία μου και όλα τα σχετικά που με επανέφεραν στη ζωή ( να εξηγούμαστε, παράταση μου δόθηκε, το τέλος είναι εκεί πιο κάτω και κάθεται ήσυχο και με περιμένει), τελικά άρπαξα και έναν κορονοϊό στο ΚΑΤ και δεν το πήρα είδηση, νόμιζα πως τα συμπτώματα ήταν από την περιπέτειά μου.

 

Μου κόπηκε η όρεξη μαχαίρι. Έβλεπα φαγητό και γύριζα αλλού τα μούτρα μου. Έπεφτα να κοιμηθώ νηστική και διόλου δεν μ’ ένοιαζε. Γύρισα σπίτι μου, τα ίδια.

 

Κάποια στιγμή σε μια εξέταση είδα πως είχα κολλήσει Κόβιντ. Ελαφρός, διακριτικός, κύριος, δεν μπορώ να πω. Καμιά άλλη ενόχληση δεν είχα πλην της ανορεξίας – και εδώ που τα λέμε δεν με πείραζε καθόλου, άντε να φύγουν και μερικά κιλά, ευκαιρία ήταν.

 

Τέλος πάντων, πέρασε η θύελλα, συνήλθα- δηλαδή συνέρχομαι, έχω ακόμα κάτι κατάλοιπα- κοιτάζω στον καθρέφτη, βλέπω ένα σώμα αδυνατισμένο. Χμ… για να δω, αν μου κάνουν εκείνα τα παντελόνια που κάθονται άπρακτα στις κρεμάστρες εδώ και κάποια χρόνια και τα κοιτάζω με πόνο ψυχής. Τα φοράω, μου κάνουν και είναι και χαλαρά. Τρελάθηκα από τη χαρά μου.

 

Για να δω κι εκείνα τα μπουφάν και τα παλτά που κρέμονται στις ντουλάπες μου αχρηστευμένα από τα λίπη μου. Τα φοράω και είναι τέλεια, κουμπώνουν και πέφτουν πάνω μου με χάρη σαν καινούργια.

 

Τι χαρά ήταν αυτή, Παναγία μου!

 

Βέβαια θα μου πείτε ότι αδυνάτισα με τον χειρότερο τρόπο. Εντάξει, αλλά να που βγήκε και κάτι καλό από αυτή την τρομερή ιστορία.

 

Βγαίνω τώρα και φορώ αυτά τα ρούχα με τέτοιο καμάρι, λες και είναι καινούργια. Δέκα και πάνω χρόνια είχα να τα φορέσω. «Θα τα βάλω, αν αδυνατίσω ποτέ», σκεφτόμουν και τα κοίταζα με καημό, όποτε άνοιγα τη ντουλάπα μου.

 

Και προχθές που βγήκα για καφέ, πάω να σηκωθώ από τη θέση μου και γλιστρά το παντελόνι μου και πέφτει ως τους αστραγάλους. Ευτυχώς δεν ήταν κανείς εκεί γύρω και δεν έγινα ρεζίλι. Το μαζεύω στα γρήγορα και γυρίζω σπίτι κρατώντας το διακριτικά από τη μέση..

 

Και μη μου λέτε να τρώω τώρα για να δυναμώσω. Τρώω καθημερινά κρέας και άλλα συνοδευτικά, τρώω και φρούτα, όλα με μέτρο, παίρνω τις βιταμίνες και τα χάπια μου.

 

Δεν θα τα ξαναπάρω αυτά τα κιλά.

 

Τέλειωσε!

Και θα χάσω κι άλλα.



12/4/25

Μόνη

 

Ήταν μοναχική,


γιατί έτσι της άρεσε.


Τώρα είναι μόνη.



11/4/25

Κατάθλιψη

 

Η κατάθλιψη δεν είναι δυστυχία.

Έχει τον δικό της τόπο, ένα τόπο ζοφερό, ξερό, βουβό, χωρίς ζωή, ένα τόπο που θυμίζει θάνατο.

 

Η δυστυχία έχει μέσα της ζωή. Έχει κραυγές πόνου, κοπετό, κλάμα, βογκητά, έχει ζωή που παλεύει να επιβιώσει, που θέλει να νικήσει τη δυστυχία, άσχετα αν μπορεί ή όχι.

 

Η κατάθλιψη δεν έχει τίποτα από αυτά. Τυλιγμένη στη σιωπή στέκεται ακίνητη στο νεκρό τοπίο της και κοιτάζει, χωρίς να βλέπει τίποτα.

 

Υπάρχει, αλλά είναι σαν να μην υπάρχει.

 

Πέρα, μακριά ξέρει ότι συμβαίνουν πράγματα, μικρά και ασήμαντα ή μεγάλα και σοβαρά. Δεν την ενδιαφέρουν. Ζει, γιατί έτυχε να ζει. Μέσα της είναι πεθαμένη, γι’ αυτό δεν έχει νόημα να φωνάξει, να απλώσει το χέρι για βοήθεια, να αφήσει κραυγές πόνου. Βρίσκεται πέρα από αυτά.

 

Η κατάθλιψη είναι μια βαριά πλάκα που έχει πλακώσει κάποιον ζωντανό κι αυτός τη δέχεται αδιαμαρτύρητα.



10/4/25

Ποτέ πια

 

Στα νοσοκομεία


γεροί και άρρωστοι


ανακατεύονται ,


τρέχουν οι γεροί


με τα παράξενά τους εργαλεία στο χέρι,


ανταλλάσσουν μεταξύ τους στα γρήγορα τα νέα τους


και επαγγελματικώς ευγενικά


σηκώνουν τους αρρώστους από τα κρεβάτια τους


και τους καρφώνουν μες στη σάρκα


αυτά τα εργαλεία τα παράξενα.


 

Βογκούν οι άρρωστοι αναμαλλιασμένοι,


ξεπεσμένοι,


ασήμαντοι,


με σώματα που μίκρυναν


μέσα σε αυτά τα ευαγή ιδρύματα,


ανυπεράσπιστοι στις βουλές του Κυρίου τους


που μελετά με εμβρίθεια την περίπτωσή τους.


«Είναι για το καλό μου» σκέφτονται


κι όλο μικραίνουν τα κορμιά τους.


 

Όσο για την ψυχή τους,


αυτή έχει κρυφτεί στα άβατα της ύπαρξής τους


κι από ένα μικρό παραθυράκι βλέπει


τους γερούς, τους νέους, τους χαμογελαστούς,


τους γεμάτους όνειρα


και μαραζώνει:


Ποτέ πια, μονολογεί, ποτέ πια


δεν θα ξαναγίνω έτσι.


Τώρα θα με καρφώνουν όλοι αυτοί


με τα παράξενα εργαλεία τους


κι εγώ θα υπομένω μια ζωή


που πάει να δύσει.


Ποτέ πια δεν θα τρέξω ξένοιαστα


σε δρόμους και διαδρόμους.


Ποτέ, ποτέ πια.