ενδοιασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδοιασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνδοιασμός < αρχαία ελληνική ἐνδοιάζω < ἐν + δοιάζω < δοιός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁- (δύο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενδοιασμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- ανενδοίαστα
- ανενδοίαστος
- ενδοιαστικός
- ενδοιαστικότητα
- ενδοιαστικώς
- → δείτε τη λέξη δύο