Φαινομενολογία
Η φαινομενολογία είναι φιλοσοφική ιδεολογία η οποία βασίζεται στην διερεύνηση των φαινομένων, δηλαδή των πραγμάτων που γίνονται αντιληπτά ενσυνείδητα μέσω των αισθήσεων και όχι στην ύπαρξη οποιουδήποτε πράγματος «αυτού καθ' εαυτό», ευρισκόμενου πέρα από τα όρια της ανθρώπινης συνειδητότητας.
Με σημείο εκκίνησης την εμπειρία των φαινομένων (αυτό που αποτυπώνεται ως συνειδητή εμπειρία), επιχειρεί να εξαγάγει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αντιληπτικής διαδικασίας και την οντότητα των εμπειριών μας. Έλκει την καταγωγή του απο τη Σχολή του Μπρεντανό, και το έργο του φιλόσοφου του 20ου αιώνα Έντμουντ Χούσερλ. Η φαινομενολογική σκέψη έπαιξε καθοριστική σημασία στην ανάπτυξη του υπαρξισμού στη Γαλλία και τη Γερμανία, όπως είναι φανερό στο έργο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ, του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ και του Μάρτιν Χάιντεγκερ.
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο όρος φαινομενολογία έχει χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές στην ιστορία της φιλοσοφίας:
- Christoph Friedrich Oetinger στη μελέτη του «θεϊκού συστήματος σχέσεων».
- Γιόχαν Χάινριχ Λάμπερτ (μαθηματικός, φυσικός και φιλόσοφος) για τη θεωρία των φαινομένων στα οποία βασίζεται η εμπειρική γνώση.
- Ιμμάνουελ Καντ για τον ίδιο σκοπό.
- Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, όπου ο όρος αναφέρεται σε μία ορθολογική μελέτη του τρόπου αντίληψης.
- Έντμουντ Χούσερλ, ο οποίος την επαναπροσδιόρισε ως ένα είδος περιγραφικής ψυχολογίας και αργότερα ως επιστημολογικό, θεμελιωτικό οντολογικό κλάδο.
- Καρλ Στουμφ, ο οποίος τη χρησιμοποιεί για να αναφερθεί σε μια οντολογία με αισθητηριακό περιεχόμενο.
Σήμερα η χρήση του όρου αναφέρεται συνήθως στο έργο του Χούσερλ.
Μαξ Βαν Μάνεν (Max Van Manen)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]H φαινομενολογική έρευνα εντάσσεται στην λογική της Παιδαγωγικής (Pädagogik) και έγινε προσιτή στον αγγλοαμερικανικό κόσμο κυρίως μέσω του διαπολιτισμικού έργου του Max Van Manen ενός Καναδού μελετητή ολλανδικής καταγωγής, ο οποίος εργάστηκε στην παράδοση της Σχολής της Ουτρέχτης. Η μέθοδός του χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο ως «ερμηνευτική φαινομενολογία» (“hermeneutic phenomenology”), μια «εγκρατής επανεξέταση» με στόχο «τη πρωτόγονη ή αρχική επαφή με την πρωτογενή ιδιαιτερότητα της βιωμένης πραγματικότητας»[1] , η οποία αναδύθηκε εντός του κλάδου της Παιδαγωγικής, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ περιγραφικής και επεξηγηματικής φαινομενολογίας. Μέσα από την εφαρμογή της συγκεκριμένης προσέγγισης στην Παιδαγωγική και την αγωγή, ο van Manen συμπέρανε ότι μια ερμηνευτική φαινομενολογική προσέγγιση είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους ερευνητές που εργάζονται στα πεδία της εκπαίδευσης, της υγείας και της νοσηλευτικής.
Η φαινομενολογία του van Manen επιτρέπει στον ερευνητή να χρησιμοποιήσει τις εμπειρίες που είναι κοινές μεταξύ του ίδιου και των συμμετεχόντων, προκειμένου να διεξάγει μια δομική ανάλυση του τι είναι πιο συνηθισμένο, πιο οικείο και πιο αυτονόητο στον ερευνητή. Στόχος της ανάλυσης, είναι η κατασκευή μιας υποβλητικής περιγραφής των ανθρώπινων πράξεων, συμπεριφορών, προθέσεων και εμπειριών όπως θα μπορούσε κανείς να τις συναντήσει στον βιόκοσμο (lifeworld)[2].
Παρά το μεγάλο εύρος των συνεισφορών του van Manen στην φαινομενολογία της πρακτικής, οι σημαντικότερες εξ αυτών είναι δυνατόν να συνοψιστούν στην έρευνα και την ανάπτυξη: (α) της φαινομενολογίας του παιδαγωγικού τακτ ως ηθική και επιστημολογία της επαγγελματικής πρακτικής [3], (β) της φαινομενολογίας του παιδικού απορρήτου ως φαινομενολογική παιδαγωγική μελέτη, (γ) της εμπειρίας της αναγνώρισης ως παιδαγωγικό μέλημα στην εκπαίδευση και την ανατροφή των παιδιών[4] και (δ) τις μεθοδολογικές θεωρήσεις της φαινομενολογικής έρευνας και γραφής[1].
Ο Χούσερλ και η καταγωγή της φαινομενολογίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Χούσερλ εξήγαγε πολλές σημαντικές αρχές που έχουν κεντρικό ρόλο στη φαινομενολογία απο το έργο και τις διαλέξεις των δασκάλων του, φιλοσόφων και ψυχολόγων Φραντς Μπρεντάνο και Καρλ Στουμφ. Ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο που ο Χούσερλ υιοθέτησε απο τον Μπρεντάνο είναι η προθετικότητα, η ιδέα ότι το κεντρικό χαρακτηριστικό της συνείδησης είναι ότι έχει πάντα πρόθεση, ότι αναφέρεται κάπου. Αν και συνήθως η ιδέα αυτή απλοποιείται σαν σκοπιμότητα, ή στην απαραίτητη ύπαρξη μίας σχέσης μεταξύ νοητικών πράξεων και εξωτερικού κόσμου, ο Μπρεντάνο την όρισε σαν το κύριο χαρακτηριστικό των νοητικών φαινομένων. Κάθε νοητικό φαινόμενο, κάθε ψυχολογική πράξη έχει ένα περιεχόμενο και κατευθύνεται σε ένα αντικείμενο (το αντικείμενο του φαινομένου ή της πράξης). Π.χ. κάθε πίστη ή επιθυμία έχει ως αντικείμενο μία πεποίθηση ή ένα επιθυμητό. Η ιδιότητα του έχοντος προθετικότητα είναι καθοριστική για τη διάκριση των φυσικών φαινομένων από τα ψυχικά φαινόμενα, επειδή τα φυσικά φαινόμενα δεν έχουν καμία προθετικότητα.
Κάποια χρόνια μετά τη δημοσίευση του πιο σημαντικού του έργου, Λογικές Διερευνήσεις (Logische Untersuchungen, πρώτη έκδοση 1900-1901), ο Χούσερλ οδηγήθηκε στη διάκριση μεταξύ της πράξης της συνείδησης (νόηση) και των φαινομένων στα οποία η νόηση κατευθύνεται (νοήματα). Οντολογική γνώση θα ήταν δυνατή μόνο μέσω της αναστολής όλων των υποθέσεων και a priori δεκτών αξιωμάτων για την ύπαρξη εξωτερικού κόσμου. Τη διαδικασία αυτή, που βρισκόταν στον αντίποδα του παραδοσιακού γνωσιολογικού ορθολογισμού, την ονόμασε εποχή (epoché). Έτσι η φαινομενολογία αναδυόταν ως μία αντικειμενική, επιστημονική μέθοδος εξέτασης της συνείδησης και των περιεχομένων της. Ο Χούσερλ πίστευε ότι το σύνολο της φιλοσοφίας θα μπορούσε να στηριχθεί πάνω στο οικοδόμημα της φαινομενολογίας.
Ο Χούσερλ, αργότερα επικεντρώθηκε στις ιδανικές, θεμελιώδεις δομές της συνείδησης. Καθώς ήθελε να αποκλείσει κάθε υπόθεση για την ύπαρξη εξωτερικών αντικειμένων, εισήγαγε τη μέθοδο της φαινομενολογικής αναγωγής για να τις απαλείψει. Αυτό που απέμεινε είναι το καθαρό υπερβατικό εγώ, σε αντιπαράθεση με το συμπαγές εμπειρικό εγώ. Τώρα η υπερβατική φαινομενολογία είναι η μελέτη των βασικών δομών που απομένουν στην καθαρή συνείδηση: αυτό ισοδυναμεί με τη μελέτη των νοημάτων και των σχέσεων μεταξύ τους.[5]
Η φαινομενολογία του Χάιντεγκερ και οι διαφορές με αυτή του Χούσερλ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ενώ η πεποίθηση του Χούσερλ ήταν ότι η φιλοσοφία είναι ένας επιστημονικός τομέας που πρέπει να θεμελιωθεί σε μια φαινομενολογία που γίνεται κατανοητή ως επιστημολογία, ο Χάιντεγκερ άλλαξε ριζικά την άποψη αυτή. Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, η φιλοσοφία δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας επιστημονικός τομέας, αλλά πιο θεμελιώδης από την ίδια την επιστήμη. Συνακόλουθα, αντί της φαινομενολογίας ως θεμελιωτικής μελέτης, την θεώρησε ως μεταφυσική οντολογία: «η ύπαρξη είναι το ορθό και μόνο θέμα της φιλοσοφίας», έγραψε. Ενώ για τον Χούσερλ στην εποχή η ύπαρξη εμφανίστηκε μόνο σαν απόρροια της συνείδησης, για τον Χάιντεγκερ η ύπαρξη είναι το αρχικό σημείο. Ενώ για τον Χούσερλ πρέπει να αποστασιοποιηθούμε από κάθε συμπαγή καθορισμό του εμπειρικού εγώ, για να μπορούμε να κατευθυνθούμε στο πεδίο της καθαρής συνείδησης, ο Χάιντεγκερ υποστηρίζει ότι «οι πιθανότητες και ο προορισμός της φιλοσοφίας είναι δεμένα στενά με την ανθρώπινη ύπαρξη, και ως εκ τούτου, με την προσωρινότητα και την ιστορικότητα».
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- The Concise Oxford Dictionary of Literary Terms, Chris Baldick, 2001, Oxford University Press
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Van Manen, Max. Phenomenology of Practice: Meaning-Giving Methods in Phenomenological Research and Writing (Volume 13) 1st Edition. London: Routledge. σελ. 202. ISBN 978-1611329445.
- ↑ Van Manen, Max. Researching lived experience: Human science for an action sensitive pedagogy. New York: The Althouse Press. σελ. 98. ISBN 9781315421056.
- ↑ Van Manen, Max. The tone of teaching: The language of pedagogy. London: Routledge. σελ. 34. ISBN 978-1629584201.
- ↑ Van Manen, Max. The Tact of Teaching: The Meaning of Pedagogical Thoughtfulness. New York: State University of New York Press. σελ. 103. ISBN 0791406687.
- ↑ Παπαδόπουλος Παναγιώτης Σ., «Ιστορία και οντολογία της φύσης στη φαινομενολογία του E. Husserl», Λεβιάθαν 5 (1989), 107-115
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Παπαδόπουλος Παναγιώτης Σ., «Ιστορία και οντολογία της φύσης στη φαινομενολογία του E. Husserl», Λεβιάθαν 5 (1989), 107-115
- Spiegelberg, Herbert: «Φαινομενολογία». Μετάφρ. Ζηνοβία Δρακοπούλου. Εποπτεία 82 (1983), 769-771
- Δήμου-Τζαβάρα, Αναστασία, «Η φαινομενολογική μέθοδος από τον Husserl στον Heidegger”. Ζήνων 13-17 (1992-1996), 185-190
- Biemel, Walter, «Ἡ φαινομενολογία τοῦ E. Husserl» , Ἐποπτεία, 17 (1977), σσ. 629-632
- Diemer, Alwin, «Ἡ φαινομενολογία καὶ ἡ ἰδέα τῆς φιλοσοφίας ὡς αὐστηρῆς ἐπιστήμης » , Δευκαλίων, 12 (1974), σσ. 482-504
- Farber, Marvin, Φαινομενολογία. Οἱ σημερινές της διαστάσεις καὶ ἡ σχέση αὐτῆς πρὸς τὴν ψυχολογία, τὴν ψυχιατρική, τὸν Ὑπαρξισμὸ καὶ ἄλλες φιλοσοφικὲς κινήσεις, Ἀθήνα, Γρηγόρη, 1970.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Newsletter of Phenomenology (online-newsletter)
- Studia Phaenomenologica ISSN 1582-5647