βρέχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 76: Γραμμή 76:
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
# {{μτβ}} [[υγραίνω]], [[διαβρέχω]], [[μουσκεύω]] κάτι με κάποιο [[υγρό]], συνήθως με [[νερό]]
# {{μτβ}} [[υγραίνω]], [[διαβρέχω]], [[μουσκεύω]] κάτι με κάποιο [[υγρό]], συνήθως με [[νερό]]
# {{μτγν}} περιγράφει το φυσικό φαινόμενο της [[βροχή|βροχής]]
# ({{μτγν}}) περιγράφει το φυσικό φαινόμενο της [[βροχή|βροχής]]


{{κλείδα ταξινόμησης|βρεχω}}
{{κλείδα ταξινόμησης|βρεχω}}

Αναθεώρηση της 23:14, 31 Ιανουαρίου 2009

Πρότυπο:=el=

Πρότυπο:-ετυμ-

βρέχω < αρχαία ελληνική βρέχω

Πρότυπο:-ρημ- βρέχω

  1. (μεταβατικό) υγραίνω, διαβρέχω, μουσκεύω κάτι με κάποιο υγρό, συνήθως με νερό
    βρέχω το μαντήλι
  2. (αμετάβατο) (στο τρίτο ενικό πρόσωπο) βρέχει (→ βλέπε λέξη): περιγράφει το φυσικό φαινόμενο της βροχής
    θα βρέξει αύριο
  3. μουσκεύω, δροσίζω
    Λίγο νερό, να βρέξω το στόμα μου.
  4. (μεταφορικά) μετά από το άρθρο το: γιορτάζω πίνοντας
    το βρέξαμε χθες
  5. (μεταφορικά) ραπίζω, χτυπώ, δέρνωδείτε την έκφραση: σπάω στο ξύλο
    του τις έβρεξε
    θα στις βρέξω

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-μτφ-

Πρότυπο:=grc=

Πρότυπο:-ετυμ-

συγγενές με το λατινικό rigo, γοτθικό rign

Πρότυπο:-ρημ- βρέχω

  1. (μεταβατικό) υγραίνω, διαβρέχω, μουσκεύω κάτι με κάποιο υγρό, συνήθως με νερό
  2. (ελληνιστική ) περιγράφει το φυσικό φαινόμενο της βροχής