καθίζηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καθίζηση | οι | καθιζήσεις |
γενική | της | καθίζησης* | των | καθιζήσεων |
αιτιατική | την | καθίζηση | τις | καθιζήσεις |
κλητική | καθίζηση | καθιζήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθιζήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
καθίζηση θηλυκό
- (γεωλογία) βύθιση τμήματος της επιφάνειας του εδάφους, που είναι αποτέλεσμα της κατακόρυφης μετακίνησης των μαζών του
- δημιουργία ιζήματος σε κορεσμένο διάλυμα
Μεταφράσεις
καθίζηση
Πηγές
- καθίζηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας