over: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 10: | Γραμμή 10: | ||
*: {{eg}} ''The summer is '''over'''.'' |
*: {{eg}} ''The summer is '''over'''.'' |
||
*:: Το καλοκαίρι '''τελείωσε'''. |
*:: Το καλοκαίρι '''τελείωσε'''. |
||
===={{εκφράσεις}}==== |
|||
* [[be over]] |
|||
==={{επίρρημα|en}}=== |
==={{επίρρημα|en}}=== |
Αναθεώρηση της 18:04, 7 Ιουλίου 2023
Αγγλικά (en)
Επίθετο
over (en) (χωρίς παραθετικά)
- τετελεσμένο, περνάω, κάτι που έχει τελειώσει
- ⮡ Time is over.
- Πέρασε η ώρα.
- ⮡ The worst is over.
- Το χειρότερο πέρασε.
- ⮡ The summer is over.
- Το καλοκαίρι τελείωσε.
- ⮡ Time is over.
Επίρρημα
over (en) (χωρίς παραθετικά)
- ενδελεχώς, τελείως
- υπερβολικά
- ανάποδα, τοποθετώ ανάποδα
- μεταφέρω σε άλλον
- παραπάνω, πέρα από κάποιο όριο
Επιφώνημα
over (en)
- τέλος! (τελευταία λέξη σε μηνύματα)
Πρόθεση
over (en)
- πάνω σε, ακουμπάει στην επιφάνεια κάποιου ή κάτι και την καλύπτει μερικώς ή πλήρως
- πάνω από, από πάνω, σε θέση υψηλότερη από αλλά δεν αγγίζει κάποιον ή κάτι
- πέρα από, από τη μια πλευρά του κάτι στην άλλη
- πάνω από, περνάω πάνω από κάτι και βρίσκομαι από την άλλη πλευρά
- ⮡ He jumped over the hedge.
- Πήδηξε πάνω από το φράχτη.
- ⮡ He jumped over the hedge.
- πάνω από, παραπάνω από, περισσότερο από ένα συγκεκριμένο χρόνο, ποσό, κόστος κτλ.
- πάνω σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει έλεγχο ή εξουσία
- ⮡ He has no control over his passions.
- Δεν μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στα πάθη του.
- ⮡ She reigned over a vast empire.
- Βασίλεψε πάνω σε μια απέραντη αυτοκρατορία.
- ⮡ He has no control over his passions.
- κατά τη διάρκεια κάτι
- ⮡ He stops by frequently to see us and to chat over (=while drinking) a glass of ouzo.
- Περνάει συχνά να μας δει και να τα πούμε πίνοντας κάνα ουζάκι.
- ⮡ He stops by frequently to see us and to chat over (=while drinking) a glass of ouzo.
- σχετικά με, περί, που σχετίζεται με κάτι
- πάνω από, μεταφορικά πιο ψηλά σε σπουδαιότερη θέση
- από, αντί για, δηλώνει προτίμηση
- ⮡ I prefer coffee over tea.
- Προτιμώ τον καφέ από το τσάι.
- ⮡ They chose Physics over History.
- Διάλεξαν τη Φυσική αντί για την Ιστορία.
- ≈ συνώνυμα: to, → και δείτε την πρόθεση instead of
- ⮡ I prefer coffee over tea.
- (μαθηματικά) διά (για τη διαίρεση)
Σύνθετα
Δείτε επίσης
Πηγές
- over (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- over (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- over (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315, 681, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω, πέρα, περνώ
Ολλανδικά (nl)
Προφορά
Επίρρημα
over (nl)