over: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→Αγγλικά (en): en.wiki considers this meaning as an adjective but oxford considers this meaning an adverb. I trust Oxford more because it’s more reliable and I think I agree with them on this one. Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 30: | Γραμμή 30: | ||
#: {{eg}} ''The summer is '''over'''.'' |
#: {{eg}} ''The summer is '''over'''.'' |
||
#:: Το καλοκαίρι '''τελείωσε'''. |
#:: Το καλοκαίρι '''τελείωσε'''. |
||
#: {{συνών}} {{ |
#: {{συνών}} {{cf|lang=en|out|up|00=-}} |
||
# [[ενδελεχώς]], [[τελείως]] |
# [[ενδελεχώς]], [[τελείως]] |
||
# [[υπερβολικά]] |
# [[υπερβολικά]] |
Αναθεώρηση της 21:02, 30 Ιανουαρίου 2024
Αγγλικά (en)
Επίρρημα
over (en) (χωρίς παραθετικά)
- πέρα, που βρίσκεται απέναντι από ένα δρόμο, μια ανοιχτή έκταση κτλ.
- ⮡ It’s snowing over in the mountains.
- Χιονίζει πέρα στα βουνά.
- ⮡ It’s snowing over in the mountains.
- προς τα κάτω και μακριά από τη σωστή θέση όρθια
- παραπάνω, πέρα από κάποιο όριο
- βγαίνει, περνάει, κάτι που έχει τελειώσει
- ενδελεχώς, τελείως
- υπερβολικά
- ανάποδα, τοποθετώ ανάποδα
- μεταφέρω σε άλλον
Επιφώνημα
over (en)
- τέλος! (τελευταία λέξη σε μηνύματα)
Πρόθεση
over (en)
- πάνω σε, ακουμπάει στην επιφάνεια κάποιου ή κάτι και την καλύπτει μερικώς ή πλήρως
- πάνω από, σε θέση υψηλότερη από αλλά δεν αγγίζει κάποιον ή κάτι
- πάνω από, πέρα από, από τη μια πλευρά του κάτι στην άλλη
- ⮡ He jumped over the brook/the fence.
- Πήδησε πάνω από το ρυάκι/το φράχτη.
- ⮡ We heard voice from over the wall of the garden (coming from the other side of the wall).
- Ακούσαμε φωνές πάνω από τον τοίχο του κήπου (να έρχονται από την άλλη πλευρά του τοίχου).
- ⮡ I cross over the bridge.
- Περνώ πέρα από τη γέφυρα.
- ≈ συνώνυμα: across
- ⮡ He jumped over the brook/the fence.
- σε, πέφτω από ένα μέρος
- ⮡ She fell over a chair.
- ´Έπεσε/Σκόνταψε σε μια καρέκλα.
- ⮡ She fell over a chair.
- απέναντι, στην μακρινή ή την αντίθετη πλευρά από κάτι
- ⮡ Whose house is over the way?
- Τίνος είναι το σπίτι απέναντι στο δρόμο;
- ⮡ Whose house is over the way?
- (all over) σε όλο το κάτι, μέσα ή σε όλα ή τα περισσότερα μέρη κάτι
- ⮡ They shined their searchlights all over the yard.
- Έριχναν τους προβολείς τους σε όλη την αυλή.
- ⮡ They shined their searchlights all over the yard.
- πάνω από, παραπάνω από, περισσότερο από ένα συγκεκριμένο χρόνο, ποσό, κόστος κτλ.
- ⮡ way over average - πολύ πάνω από το μέσο όρο
- ⮡ We spoke for over an hour.
- Μιλήσαμε πάνω από μια ώρα.
- ⮡ She is over fifty.
- Είναι πάνω από (έχει περάσει τα) πενήντα.
- ⮡ We will stay for over a month.
- Θα μείνουμε πάνω από μήνα.
- ⮡ The thermometer will rise five degrees over zero.
- Tο θερμόμετρο θα ανεβεί πέντε βαθμούς πάνω από το μηδέν.
- ⮡ It weighs over ten tons.
- Ζυγίζει πάνω από/παραπάνω από δέκα τόννους.
- ≈ συνώνυμα: above
- πάνω σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει έλεγχο ή εξουσία
- ⮡ He has no control over his passions.
- Δεν μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στα πάθη του.
- ⮡ She reigned over a vast empire.
- Βασίλεψε πάνω σε μια απέραντη αυτοκρατορία.
- ⮡ He has no control over his passions.
- κατά τη διάρκεια κάτι
- ⮡ Can you stay over Sunday (i.e., until Monday)?
- Μπορείς να μείνεις την Κυριακή (δηλ. ως τη Δεύτερα);
- ⮡ He stops by frequently to see us and to chat over (=while drinking) a glass of ouzo.
- Περνάει συχνά να μας δει και να τα πούμε πίνοντας κάνα ουζάκι.
- ⮡ Can you stay over Sunday (i.e., until Monday)?
- σχετικά με, περί, που σχετίζεται με κάτι
- πάνω από, παραπάνω από, μεταφορικά πιο ψηλά σε σπουδαιότερη θέση
- από, αντί για, δηλώνει προτίμηση
- ⮡ I prefer coffee over tea.
- Προτιμώ τον καφέ από το τσάι.
- ⮡ They chose Physics over History.
- Διάλεξαν τη Φυσική αντί για την Ιστορία.
- ≈ συνώνυμα: to, → και δείτε την πρόθεση instead of
- ⮡ I prefer coffee over tea.
- (μαθηματικά) διά (για τη διαίρεση)
Σύνθετα
Εκφράσεις
Δείτε επίσης
Πηγές
- over (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- over (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- over (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 162, 315, 681, 692-695, 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγαίνω, (ε)πάνω, πέρα, περνώ, πέφτω
Ολλανδικά (nl)
Προφορά
Επίρρημα
over (nl)