skill: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη hy
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
 
(13 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-en-}}==
=={{-en-}}==
{{en-noun-s}}

==={{ουσιαστικό|en}}===
==={{ουσιαστικό|en}}===
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
# η [[επιδεξιότητα]]
# {{uncountable}} η [[επιδεξιότητα]], η [[δεξιότητα]], η ικανότητα να κάνω κάτι καλά
#: {{eg}} ''He wields the sword with great '''skill'''.''
# η [[ειδικότητα]]
#:: Χειρίζεται το σπαθί με μεγάλη '''επιδεξιότητα'''.
#: {{eg}} ''He conducted the negotiations with a lot of '''skill'''.''
#:: Διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με μεγάλη '''επιδεξιότητα'''/'''δεξιότητα'''.
# η [[ικανότητα]], η [[δεξιότητα]], μια συγκεκριμένη ικανότητα ή είδος ικανότητας
#: {{eg}} ''an acquired/innate/exceptional/rare/special '''skill''''' - επίκτητη/έμφυτη/εξαιρετική/σπάνια/ιδιαίτερη '''ικανότητα'''
#: {{eg}} ''He is a man gifted with many '''skills'''.''
#:: Είναι άνθρωπος προικισμένος με πολλές '''ικανότητες'''.
#: {{eg}} ''She’s showing off her '''skills'''.''
#:: Κάνει επίδειξη των '''ικανοτήτων''' της.
#: {{eg}} ''a child with many '''skills''''' - παιδί με πολλές '''δεξιότητες'''
#: {{eg}} ''Weightlifting is one of the greatest '''skills'''-based athletic activities that one can do.''
#:: Η άρση βαρών είναι μία από τις υψηλότερες αθλητικές δραστηριότητες βασισμένες σε '''δεξιότητες''' που μπορεί να κάνει κανείς.

===={{συνώνυμα}}====
{{((}}
* {{l|ability|en}}
* {{l|aptitude|en}}
* {{l|capability|en}}
* {{l|capacity|en}}
* {{l|competency|en}}
* {{l|competence|en}}
* {{l|dexterity|en}}
* {{l|faculty|en}}
* {{l|gift|en}}
* {{l|knack|en}}
* {{l|proficiency|en}}
* {{l|talent|en}}
{{))}}

===={{σύνθετα}}====
{{((|κολόνες=2|width=90%}}
* {{l|skilled|en}}
* {{l|skilful|en}} {{ετ|βρετ γρ|en|00=-}}
* {{l|skillful|en}} {{ετ|αμερ γρ|en|00=-}}
* {{l|skilfully|en}} {{ετ|βρετ γρ|en|00=-}}
* {{l|skillfully|en}} {{ετ|αμερ γρ|en|00=-}}
{{))}}


==={{πηγές}}===
[[am:skill]]
* {{R:OxLD}}
[[ang:skill]]
[[chr:skill]]
[[cs:skill]]
[[cy:skill]]
[[da:skill]]
[[en:skill]]
[[eo:skill]]
[[es:skill]]
[[et:skill]]
[[fa:skill]]
[[fi:skill]]
[[fr:skill]]
[[hu:skill]]
[[hy:skill]]
[[id:skill]]
[[io:skill]]
[[it:skill]]
[[ja:skill]]
[[kn:skill]]
[[ko:skill]]
[[ku:skill]]
[[li:skill]]
[[mg:skill]]
[[ml:skill]]
[[my:skill]]
[[nl:skill]]
[[pl:skill]]
[[pt:skill]]
[[ro:skill]]
[[ru:skill]]
[[simple:skill]]
[[sv:skill]]
[[sw:skill]]
[[ta:skill]]
[[te:skill]]
[[th:skill]]
[[tr:skill]]
[[vi:skill]]
[[zh:skill]]

Τελευταία αναθεώρηση της 00:41, 4 Μαΐου 2024

      ενικός         πληθυντικός  
skill skills

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

skill (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η επιδεξιότητα, η δεξιότητα, η ικανότητα να κάνω κάτι καλά
    He wields the sword with great skill.
    Χειρίζεται το σπαθί με μεγάλη επιδεξιότητα.
    He conducted the negotiations with a lot of skill.
    Διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με μεγάλη επιδεξιότητα/δεξιότητα.
  2. η ικανότητα, η δεξιότητα, μια συγκεκριμένη ικανότητα ή είδος ικανότητας
    an acquired/innate/exceptional/rare/special skill - επίκτητη/έμφυτη/εξαιρετική/σπάνια/ιδιαίτερη ικανότητα
    He is a man gifted with many skills.
    Είναι άνθρωπος προικισμένος με πολλές ικανότητες.
    She’s showing off her skills.
    Κάνει επίδειξη των ικανοτήτων της.
    a child with many skills - παιδί με πολλές δεξιότητες
    Weightlifting is one of the greatest skills-based athletic activities that one can do.
    Η άρση βαρών είναι μία από τις υψηλότερες αθλητικές δραστηριότητες βασισμένες σε δεξιότητες που μπορεί να κάνει κανείς.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]