skill: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 8: Γραμμή 8:
#: {{eg}} ''He conducted the negotiations with a lot of '''skill'''.''
#: {{eg}} ''He conducted the negotiations with a lot of '''skill'''.''
#:: Διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με μεγάλη '''επιδεξιότητα'''.
#:: Διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με μεγάλη '''επιδεξιότητα'''.
# η [[ικανότητα]]
# η [[ικανότητα]], μια συγκεκριμένη ικανότητα ή είδος ικανότητας
#: {{eg}} ''an acquired/innate/exceptional/rare/special '''skill''''' - επίκτητη/έμφυτη/εξαιρετική/σπάνια/ιδιαίτερη '''ικανότητα'''
#: {{eg}} ''He is a man gifted with many '''skills'''.''
#:: Είναι άνθρωπος προικισμένος με πολλές '''ικανότητες'''.


===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====

Αναθεώρηση της 20:31, 2 Φεβρουαρίου 2024

      ενικός         πληθυντικός  
skill skills

Ουσιαστικό

skill (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η επιδεξιότητα, η ικανότητα να κάνω κάτι καλά
    ⮡  He wields the sword with great skill.
    Χειρίζεται το σπαθί με μεγάλη επιδεξιότητα.
    ⮡  He conducted the negotiations with a lot of skill.
    Διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με μεγάλη επιδεξιότητα.
  2. η ικανότητα, μια συγκεκριμένη ικανότητα ή είδος ικανότητας
    ⮡  an acquired/innate/exceptional/rare/special skill - επίκτητη/έμφυτη/εξαιρετική/σπάνια/ιδιαίτερη ικανότητα
    ⮡  He is a man gifted with many skills.
    Είναι άνθρωπος προικισμένος με πολλές ικανότητες.

Συνώνυμα

Σύνθετα

Πηγές