skill: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
==={{ουσιαστικό|en}}===
==={{ουσιαστικό|en}}===
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
# {{uncountable}} η [[επιδεξιότητα]], η ικανότητα να κάνω κάτι καλά
# {{uncountable}} η [[επιδεξιότητα]], η [[δεξιότητα]], η ικανότητα να κάνω κάτι καλά
#: {{eg}} ''He wields the sword with great '''skill'''.''
#: {{eg}} ''He wields the sword with great '''skill'''.''
#:: Χειρίζεται το σπαθί με μεγάλη '''επιδεξιότητα'''.
#:: Χειρίζεται το σπαθί με μεγάλη '''επιδεξιότητα'''.
#: {{eg}} ''He conducted the negotiations with a lot of '''skill'''.''
#: {{eg}} ''He conducted the negotiations with a lot of '''skill'''.''
#:: Διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με μεγάλη '''επιδεξιότητα'''.
#:: Διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με μεγάλη '''επιδεξιότητα'''/'''δεξιότητα'''.
# η [[ικανότητα]], μια συγκεκριμένη ικανότητα ή είδος ικανότητας
# η [[ικανότητα]], η [[δεξιότητα]], μια συγκεκριμένη ικανότητα ή είδος ικανότητας
#: {{eg}} ''an acquired/innate/exceptional/rare/special '''skill''''' - επίκτητη/έμφυτη/εξαιρετική/σπάνια/ιδιαίτερη '''ικανότητα'''
#: {{eg}} ''an acquired/innate/exceptional/rare/special '''skill''''' - επίκτητη/έμφυτη/εξαιρετική/σπάνια/ιδιαίτερη '''ικανότητα'''
#: {{eg}} ''He is a man gifted with many '''skills'''.''
#: {{eg}} ''He is a man gifted with many '''skills'''.''
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
#: {{eg}} ''She’s showing off her '''skills'''.''
#: {{eg}} ''She’s showing off her '''skills'''.''
#:: Κάνει επίδειξη των '''ικανοτήτων''' της.
#:: Κάνει επίδειξη των '''ικανοτήτων''' της.
#: {{eg}} ''a child with many '''skills''''' - παιδί με πολλές '''δεξιότητες'''


===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====

Αναθεώρηση της 21:03, 2 Φεβρουαρίου 2024

      ενικός         πληθυντικός  
skill skills

Ουσιαστικό

skill (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η επιδεξιότητα, η δεξιότητα, η ικανότητα να κάνω κάτι καλά
    He wields the sword with great skill.
    Χειρίζεται το σπαθί με μεγάλη επιδεξιότητα.
    He conducted the negotiations with a lot of skill.
    Διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με μεγάλη επιδεξιότητα/δεξιότητα.
  2. η ικανότητα, η δεξιότητα, μια συγκεκριμένη ικανότητα ή είδος ικανότητας
    an acquired/innate/exceptional/rare/special skill - επίκτητη/έμφυτη/εξαιρετική/σπάνια/ιδιαίτερη ικανότητα
    He is a man gifted with many skills.
    Είναι άνθρωπος προικισμένος με πολλές ικανότητες.
    She’s showing off her skills.
    Κάνει επίδειξη των ικανοτήτων της.
    a child with many skills - παιδί με πολλές δεξιότητες

Συνώνυμα

Σύνθετα

Πηγές