βέσπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βέσπα | οι | βέσπες |
γενική | της | βέσπας | των | βεσπών |
αιτιατική | τη | βέσπα | τις | βέσπες |
κλητική | βέσπα | βέσπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βέσπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Vespa < vespa < λατινική vespa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wobʰseh₂ (σφήκα) < *webʰ- (υφαίνω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βέσπα θηλυκό
- μικρό δίκυκλο όχημα με κινητήρα και με προστατευτικό αντιανεμικό κάλυμμα
- (καταχρηστικά) οποιοδήποτε σκούτερ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- βέσπα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)