ναύλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | ναύλος | οι | ναύλοι | τα | ναύλα |
γενική | του | ναύλου | των | ναύλων | των | ναύλων |
αιτιατική | τον | ναύλο | τους | ναύλους | τα | ναύλα |
κλητική | ναύλε | ναύλοι | ναύλα | |||
Κατηγορία όπως «ναύλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναύλα, δεύτερος πληθυντικός του αρσενικού ο ναύλος < (ελληνιστική κοινή) ναῦλα, πληθυντικός του ναῦλον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναύλα ουδέτερο στον πληθυντικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ναύλος