ξοφλάω
(Ανακατεύθυνση από ξοφλώ)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξοφλάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ξοφλάω, παθητική μετοχή: ξοφλημένος
- ξεπληρώνω εξ ολοκλήρου ένα χρέος, χρηματικό ή μη, εξοφλώ
- πληρώνω εξ ολοκλήρου ένα οφειλόμενο ποσό
- (αμετάβατο) αποτυγχάνω ολοκληρωτικά στη σταδιοδρομία μου ή γενικότερα στη ζωή μου