υπερ-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερ- < αρχαία ελληνική ὑπερ- < ὑπέρ (πάνω από)
Πρόθημα
[επεξεργασία]υπερ- ή υπέρ-
- σε λέξεις που δηλώνουν το ξεπέρασμα ενός εμποδίου, κατάστασης, ρεύματος κλπ
- σε λέξεις που δηλώνουν ότι ξεπεράστηκε ένα δεδομένο αριθμητικό μέγεθος
- σε λέξεις που δηλώνουν ότι ξεπεράστηκε ένα μέγεθος που θεωρείται κανονικό
- σε λέξεις που δηλώνουν αναφορά σε κάτι ευρύτερο από τα μεμονωμένα μέλη ενός συνόλου
- υπερεθνικός (πάνω από τα μεμονωμένα έθνη)
- υπερκομματικός (πάνω από τα μεμονωμένα κόμματα)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα υπερ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα υπέρ- στο Βικιλεξικό