ψηφολέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψηφολέκτης αρσενικό (θηλυκό: ψηφολέκτρια)
- αυτός που καταμετρά τις ψήφους μετά το πέρας της διεξαγωγής της ψηφοφορίας
- Η μοίρα του Μεχμέτ Χάιντα Γκιουλάγντιν από το Ντιγιάρμπακιρ τον έφερε να είναι ψηφολέκτης στις τοπικές εκλογές που έγιναν στην Τουρκία, στις 28 Μαρτίου του 2004. Οταν τα εκλογικά τμήματα έκλεισαν και ο Γκιουλάγντιν άρχισε να μετρά τα ψηφοδέλτια του Σοσιαλδημοκρατικού Λαϊκού Κόμματος («SHP»), ξέσπασε μία άγρια συμπλοκή μεταξύ αστυνομίας και οπαδών του κόμματος, έξω ακριβώς από το εκλογικό τμήμα όπου βρισκόταν ο Γκιουλάγντιν. (*)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψηφολέκτης