Hoffnung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Hoffnung | die | Hoffnungen |
γενική | der | Hoffnung | der | Hoffnungen |
δοτική | der | Hoffnung | den | Hoffnungen |
αιτιατική | die | Hoffnung | die | Hoffnungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Hoffnung (de) θηλυκό
- η ελπίδα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη hoffen