affiliate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

affiliate (en)

  1. προσχωρώ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
affiliate affiliates

affiliate (en)

  1. θυγατρικός