arista
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arista | aristas |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arista (es) θηλυκό
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
arista | ariste |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- arista < αρχαία ελληνική ἄριστος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arista (it) θηλυκό
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arista (it) θηλυκό
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arista (la)
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arista (pt) θηλυκό
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ισπανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ισπανικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Γεωμετρία (ισπανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πορτογαλικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)