arrear

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arrear (en)

  1. δουλειά που μένει να γίνει, υποχρέωση
  2. απλήρωτο χρέος