bílý
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bílý (cs) αρσενικό
- λευκός, άτομο που ανήκει στη λεγόμενη λευκή φυλή
Επίθετο
[επεξεργασία]bílý (cs)
bílý (cs) αρσενικό
bílý (cs)