bílý

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bílý (cs) αρσενικό

  1. λευκός, άτομο που ανήκει στη λεγόμενη λευκή φυλή

Επίθετο

[επεξεργασία]

bílý (cs)

  1. άσπρος, λευκός