caoutchouc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
caoutchouc | caoutchoucs |
caoutchouc (fr) αρσενικό
- το καουτσούκ
ενικός | πληθυντικός |
caoutchouc | caoutchoucs |
caoutchouc (fr) αρσενικό