extravagant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός extravagant
συγκριτικός more extravagant
υπερθετικός most extravagant

Επίθετο

[επεξεργασία]

extravagant (en)

  1. πολυτελής, ξοδεύω πολύ περισσότερα χρήματα ή χρησιμοποιώ πολύ περισσότερα πράγματα από όσα έχω τη δυνατότητα να ή από ό,τι είναι απαραίτητο
    ⮡  extravagant tastes - πολυτελή γούστα
  2. υπερβολικός, που κοστίζει πολύ περισσότερα χρήματα από ό,τι έχω ή είναι απαραίτητο
    ⮡  The fee for heavy bags is extravagant.
    Η χρέωση για τις βαριές βαλίτσες είναι υπερβολική.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excessive
  3. υπερβολικός, για ιδέες, ομιλία ή συμπεριφορά που είναι πολύ ακραία ή εντυπωσιακή αλλά όχι λογική ή πρακτική
    ⮡  I don’t really believe him, he is always extravagant in his descriptions.
    Δεν τον πολύ πιστεύω, είναι πάντα υπερβολικός στις περιγραφές του.



Επίθετο

[επεξεργασία]

extravagant (fr)



Επίθετο

[επεξεργασία]

extravagant (ro)