freundlich

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
freundlich < μέση άνω γερμανική vriuntlich < παλαιά άνω γερμανική friuntlih. Μορφολογικά αναλύεται σε Freund + -lich.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfʁɔɪ̯ntlɪç/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

freundlich (de)

  1. φιλικός
    er ist sehr freundlich mit uns - είναι πολύ φιλικός μαζί μας
  2. αγαθός
  3. ευχάριστος