grind
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | grind |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grinds |
αόριστος | ground, grinded |
παθητική μετοχή | ground, grinded |
ενεργητική μετοχή | grinding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]grind (en)
- αλέθω
- τρίβω ερωτογενή ζώνη μου σε κάποιον - συνήθως σε ερωτογενή ζώνη κάποιου