limites

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

limites (fr)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

limites (fr)

  • → δείτε τη λέξη limiter