loge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- loge < παλαιά γαλλική loge
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
loge | loges |
loge (fr) θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) η στοά
- η καμαρίνι
- το θυρωρείο
- το θεωρείο