morph
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]morph (en)
- το αλλόμορφο
Ρήμα
[επεξεργασία]morph (en)
- μεταμορφώνομαι, αλλάζω χωρίς οι άλλοι να το καταλαβαίνουν
morph (en)
morph (en)