nap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nap | naps |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nap (en)
- υπνάκος
- ⮡ I'm going to take a nap.
- Θα πάρω έναν υπνάκο.
- ⮡ I'm going to take a nap.
Πηγές
[επεξεργασία]
Ουγγρικά (hu)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nap (hu)