one's

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
one's < one + 's

one's (en) (κτητικός προσδιοριστής του one)

  • που ανήκει σε ένα άτομο ή καθέναν
    ⮡  depending on one's perspective - ανάλογα με την προοπτική του καθενός
    ⮡  risking one's life - κίνδυνο για τη ζωή του ατόμου

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
one's: συναίρεση του one + is < one + 's (is)

Έκφραση

[επεξεργασία]

one's (en)

  • ένα είναι
    ⮡  I brought many chocolates and this one's (=one is) for you.
    Έφερα πολλές σοκολάτες και αυτή είναι για σένα.