opera

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Opera, opéra, ópera, operă

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
opera < (άμεσο δάνειο) ιταλική opera

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɒp.əɹ.ə/ & /ˈɒp.ɹə/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈɑ.pəɹ.ə/ & /ˈɑ.pɹə/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
opera operas

opera (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
opera < (άμεσο δάνειο) ιταλική opera

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opera (da)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
opera < λατινική opera

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.pe.ra/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: ò‐pe‐ra

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opera (it) θηλυκό (πληθυντικός: opere)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opera (lv) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opera (lt) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opera (nl) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
opera < (άμεσο δάνειο) ιταλική opera

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opera (no) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
opera < (άμεσο δάνειο) ιταλική opera

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈopɛrɒ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ope‐ra


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opera (hu) (πληθυντικός: operák)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
opera < (άμεσο δάνειο) ιταλική opera

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔˈpɛ.ra/
τυπογραφικός συλλαβισμός: o‐pe‐ra

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opera (pl) θηλυκό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
opera < (άμεσο δάνειο) ιταλική opera

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opera (sr) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opera (sv)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
opera < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική اوپرا, اوپره < ιταλική opera

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.pe.ɾa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opera (tr) (πληθυντικός: operalar)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opera (cs) θηλυκό