pawn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pawn | pawns |
pawn (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pawn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pawns |
αόριστος | pawned |
παθητική μετοχή | pawned |
ενεργητική μετοχή | pawning |
pawn (en)