thesaurus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
thesaurus | thesauruses / thesaursi |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]thesaurus (en)
- (λεξικογραφία) ο θησαυρός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- thesaurus στην αγγλική Βικιπαίδεια
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]thesaurus (la)
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- thesaurus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.