wager

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wager (en)

wager (en)

  1. στοιχηματίζω (κυριολεκτικά)
  2. τολμώ να πω
    ⮡  I'll wager that Johnson knows something about all this - πάω στοίχημα/τολμώ να πω ότι ο Τζόνσον κάτι ξέρει για όλα αυτά