worth

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

worth < αγγλοσαξονική weor

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /wɜːθ/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /wɝθ/ (ΗΠΑ)

Επίθετο

[επεξεργασία]

worth (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. που αξίζει, που έχει αξία σε χρήμα κτλ.
    ⮡  How much is it worth?
    Πόσο αξίζει;
    ⮡  It’s worth more than what I paid.
    Αξίζει περισσότερα απ' ό,τι πλήρωσα.
    ⮡  My house now is worth double what I paid for it.
    Το σπίτι μου τώρα αξίζει το διπλάσιο από αυτό που πλήρωσα.
    ⮡  What is the euro worth today?
    Ποια είναι η αξία του ευρώ σήμερα;
  2. που αξίζει, χρησιμοποιείται για να συστήσω τη πράξη που αναφέρθηκε γιατί νομίζω ότι μπορεί να είναι χρήσιμη, ευχάριστη κτλ.
    ⮡  It is worth noting.
    Αξίζει να σημειωθεί.
    ⮡  It’s worth (us) buying it.
    Αξίζει να το αγοράσουμε.
    ⮡  It’s an expensive hotel but it’s worth it.
    Είναι ακριβό ξενοδοχείο αλλά το αξίζει.
  3. που αξίζει, που είναι αρκετά σημαντικό, καλό ή ευχάριστο για να κάνει κάποιον να είναι ικανοποιημένος, ειδικά όταν συνεπάγεται δυσκολία ή προσπάθεια
    ⮡  It takes time but the results are worth the effort.
    Παίρνει χρόνο αλλά τα αποτελέσματα αξίζουν την προσπάθεια.
    ⮡  It’s worth the trouble to try./It’s worth (us) trying.
    Αξίζει τον κόπο να δοκιμάσουμε.

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • χρησιμοποιείται ως πρόθεση, ακολουθείται από ουσιαστικό, αντωνυμία ή αριθμό ή από τη μορφή -ing ενός ρήματος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

worth (en) (μη μετρήσιμο)

  1. αξίας, αξίζων, για ένα ποσό από κάτι που έχει την αξία που αναφέρεται
    ⮡  a euro’s worth of apples - μήλα αξίας ενός ευρώ
    ⮡  1 million dollars’ worth of paintings - πίνακες αξίας 1 εκατομμυρίου δολαρίων