worth
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]worth < αγγλοσαξονική weor
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]worth (en) (χωρίς παραθετικά)
- που αξίζει, που έχει αξία σε χρήμα κτλ.
- ⮡ How much is it worth?
- Πόσο αξίζει;
- ⮡ It’s worth more than what I paid.
- Αξίζει περισσότερα απ' ό,τι πλήρωσα.
- ⮡ My house now is worth double what I paid for it.
- Το σπίτι μου τώρα αξίζει το διπλάσιο από αυτό που πλήρωσα.
- ⮡ What is the euro worth today?
- Ποια είναι η αξία του ευρώ σήμερα;
- ⮡ How much is it worth?
- που αξίζει, χρησιμοποιείται για να συστήσω τη πράξη που αναφέρθηκε γιατί νομίζω ότι μπορεί να είναι χρήσιμη, ευχάριστη κτλ.
- ⮡ It is worth noting.
- Αξίζει να σημειωθεί.
- ⮡ It’s worth (us) buying it.
- Αξίζει να το αγοράσουμε.
- ⮡ It’s an expensive hotel but it’s worth it.
- Είναι ακριβό ξενοδοχείο αλλά το αξίζει.
- ⮡ It is worth noting.
- που αξίζει, που είναι αρκετά σημαντικό, καλό ή ευχάριστο για να κάνει κάποιον να είναι ικανοποιημένος, ειδικά όταν συνεπάγεται δυσκολία ή προσπάθεια
- ⮡ It takes time but the results are worth the effort.
- Παίρνει χρόνο αλλά τα αποτελέσματα αξίζουν την προσπάθεια.
- ⮡ It’s worth the trouble to try./It’s worth (us) trying.
- Αξίζει τον κόπο να δοκιμάσουμε.
- ⮡ It takes time but the results are worth the effort.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- χρησιμοποιείται ως πρόθεση, ακολουθείται από ουσιαστικό, αντωνυμία ή αριθμό ή από τη μορφή -ing ενός ρήματος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- αξίας, αξίζων, για ένα ποσό από κάτι που έχει την αξία που αναφέρεται
- ⮡ a euro’s worth of apples - μήλα αξίας ενός ευρώ
- ⮡ 1 million dollars’ worth of paintings - πίνακες αξίας 1 εκατομμυρίου δολαρίων