Greek

edit

Etymology

edit

From Ancient Greek ἐπιβλαβής (epiblabḗs).

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /epivlaˈvis/
  • Hyphenation: ε‧πι‧βλα‧βής

Adjective

edit

επιβλαβής (epivlavísm (feminine επιβλαβής, neuter επιβλαβές)

  1. harmful
    Synonyms: επιζήμιος (epizímios), βλαβερός (vlaverós), βλαπτικός (vlaptikós)
    Antonym: επωφελής (epofelís)

Declension

edit
Declension of επιβλαβής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιβλαβής (epivlavís) επιβλαβής (epivlavís) επιβλαβές (epivlavés) επιβλαβείς (epivlaveís) επιβλαβείς (epivlaveís) επιβλαβή (epivlaví)
genitive επιβλαβούς (epivlavoús)
επιβλαβή (epivlaví)
επιβλαβούς (epivlavoús) επιβλαβούς (epivlavoús) επιβλαβών (epivlavón) επιβλαβών (epivlavón) επιβλαβών (epivlavón)
accusative επιβλαβή (epivlaví) επιβλαβή (epivlaví) επιβλαβές (epivlavés) επιβλαβείς (epivlaveís) επιβλαβείς (epivlaveís) επιβλαβή (epivlaví)
vocative επιβλαβή (epivlaví)
επιβλαβής (epivlavís)
επιβλαβής (epivlavís) επιβλαβές (epivlavés) επιβλαβείς (epivlaveís) επιβλαβείς (epivlaveís) επιβλαβή (epivlaví)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιβλαβής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιβλαβής, etc.)

edit