Greek

edit

Adjective

edit

μοναστικός (monastikósm (feminine μοναστική, neuter μοναστικό)

  1. monastic (pertaining to monasteries or monks)

Declension

edit
Declension of μοναστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μοναστικός (monastikós) μοναστική (monastikí) μοναστικό (monastikó) μοναστικοί (monastikoí) μοναστικές (monastikés) μοναστικά (monastiká)
genitive μοναστικού (monastikoú) μοναστικής (monastikís) μοναστικού (monastikoú) μοναστικών (monastikón) μοναστικών (monastikón) μοναστικών (monastikón)
accusative μοναστικό (monastikó) μοναστική (monastikí) μοναστικό (monastikó) μοναστικούς (monastikoús) μοναστικές (monastikés) μοναστικά (monastiká)
vocative μοναστικέ (monastiké) μοναστική (monastikí) μοναστικό (monastikó) μοναστικοί (monastikoí) μοναστικές (monastikés) μοναστικά (monastiká)

Synonyms

edit