Greek

edit

Adjective

edit

χρεωστικός (chreostikósm (feminine χρεωστική, neuter χρεωστικό)

  1. debit

Declension

edit
Declension of χρεωστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χρεωστικός (chreostikós) χρεωστική (chreostikí) χρεωστικό (chreostikó) χρεωστικοί (chreostikoí) χρεωστικές (chreostikés) χρεωστικά (chreostiká)
genitive χρεωστικού (chreostikoú) χρεωστικής (chreostikís) χρεωστικού (chreostikoú) χρεωστικών (chreostikón) χρεωστικών (chreostikón) χρεωστικών (chreostikón)
accusative χρεωστικό (chreostikó) χρεωστική (chreostikí) χρεωστικό (chreostikó) χρεωστικούς (chreostikoús) χρεωστικές (chreostikés) χρεωστικά (chreostiká)
vocative χρεωστικέ (chreostiké) χρεωστική (chreostikí) χρεωστικό (chreostikó) χρεωστικοί (chreostikoí) χρεωστικές (chreostikés) χρεωστικά (chreostiká)

Derived terms

edit