Jump to content

άφυλλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άφυλλος (áfyllosm (feminine άφυλλη, neuter άφυλλο)

  1. sexless

Declension

[edit]
Declension of άφυλλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άφυλλοςος (áfyllosos) άφυλλοςη (áfyllosi) άφυλλοςο (áfylloso) άφυλλοςοι (áfyllosoi) άφυλλοςες (áfylloses) άφυλλοςα (áfyllosa)
genitive άφυλλοςου (áfyllosou) άφυλλοςης (áfyllosis) άφυλλοςου (áfyllosou) άφυλλοςων (áfylloson) άφυλλοςων (áfylloson) άφυλλοςων (áfylloson)
accusative άφυλλοςο (áfylloso) άφυλλοςη (áfyllosi) άφυλλοςο (áfylloso) άφυλλοςους (áfyllosous) άφυλλοςες (áfylloses) άφυλλοςα (áfyllosa)
vocative άφυλλοςε (áfyllose) άφυλλοςη (áfyllosi) άφυλλοςο (áfylloso) άφυλλοςοι (áfyllosoi) άφυλλοςες (áfylloses) άφυλλοςα (áfyllosa)

See also

[edit]