Jump to content

άχρωμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άχρωμος (áchromosm (feminine άχρωμη, neuter άχρωμο)

  1. colourless (UK), colorless (US)
  2. bleak (without colour)

Declension

[edit]
Declension of άχρωμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άχρωμος (áchromos) άχρωμη (áchromi) άχρωμο (áchromo) άχρωμοι (áchromoi) άχρωμες (áchromes) άχρωμα (áchroma)
genitive άχρωμου (áchromou) άχρωμης (áchromis) άχρωμου (áchromou) άχρωμων (áchromon) άχρωμων (áchromon) άχρωμων (áchromon)
accusative άχρωμο (áchromo) άχρωμη (áchromi) άχρωμο (áchromo) άχρωμους (áchromous) άχρωμες (áchromes) άχρωμα (áchroma)
vocative άχρωμε (áchrome) άχρωμη (áchromi) άχρωμο (áchromo) άχρωμοι (áchromoi) άχρωμες (áchromes) άχρωμα (áchroma)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άχρωμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άχρωμος, etc.)

Antonyms

[edit]
[edit]