άχρωμος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]άχρωμος • (áchromos) m (feminine άχρωμη, neuter άχρωμο)
- colourless (UK), colorless (US)
- bleak (without colour)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άχρωμος (áchromos) | άχρωμη (áchromi) | άχρωμο (áchromo) | άχρωμοι (áchromoi) | άχρωμες (áchromes) | άχρωμα (áchroma) | |
genitive | άχρωμου (áchromou) | άχρωμης (áchromis) | άχρωμου (áchromou) | άχρωμων (áchromon) | άχρωμων (áchromon) | άχρωμων (áchromon) | |
accusative | άχρωμο (áchromo) | άχρωμη (áchromi) | άχρωμο (áchromo) | άχρωμους (áchromous) | άχρωμες (áchromes) | άχρωμα (áchroma) | |
vocative | άχρωμε (áchrome) | άχρωμη (áchromi) | άχρωμο (áchromo) | άχρωμοι (áchromoi) | άχρωμες (áchromes) | άχρωμα (áchroma) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άχρωμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άχρωμος, etc.)
Antonyms
[edit]- πολύχρωμος (polýchromos, “colourful”)
Related terms
[edit]- αχρωμία f (achromía, “colourlessness”)