αιρετικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Koine Greek αἱρετικός (hairetikós), the ancient sense: "able to choose", from αἱρέω (hairéō).
Also substantivised. [1][2]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.ɾe.tiˈkos/
  • Hyphenation: αι‧ρε‧τι‧κός

Adjective

[edit]

αιρετικός (airetikósm (feminine αιρετική, neuter αιρετικό)

  1. heretical
  2. sectarian

Declension

[edit]
Declension of αιρετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιρετικός (airetikós) αιρετική (airetikí) αιρετικό (airetikó) αιρετικοί (airetikoí) αιρετικές (airetikés) αιρετικά (airetiká)
genitive αιρετικού (airetikoú) αιρετικής (airetikís) αιρετικού (airetikoú) αιρετικών (airetikón) αιρετικών (airetikón) αιρετικών (airetikón)
accusative αιρετικό (airetikó) αιρετική (airetikí) αιρετικό (airetikó) αιρετικούς (airetikoús) αιρετικές (airetikés) αιρετικά (airetiká)
vocative αιρετικέ (airetiké) αιρετική (airetikí) αιρετικό (airetikó) αιρετικοί (airetikoí) αιρετικές (airetikés) αιρετικά (airetiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιρετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιρετικός, etc.)

[edit]

Noun

[edit]

αιρετικός (airetikósm (plural αιρετικοί)

  1. heretic

Declension

[edit]
singular plural
nominative αιρετικός (airetikós) αιρετικοί (airetikoí)
genitive αιρετικού (airetikoú) αιρετικών (airetikón)
accusative αιρετικό (airetikó) αιρετικούς (airetikoús)
vocative αιρετικέ (airetiké) αιρετικοί (airetikoí)

References

[edit]
  1. ^ αιρετικός - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
  2. ^ αιρετικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language