προσωρινός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Composed of προσ- (pros-) + ώρα (óra) + -ινός (-inós).

Adjective

[edit]

προσωρινός (prosorinósm (feminine προσωρινή, neuter προσωρινό)

  1. temporary, provisional

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προσωρινός  προσωρινή  προσωρινό  προσωρινοί  προσωρινές  προσωρινά 
genitive προσωρινού  προσωρινής  προσωρινού  προσωρινών  προσωρινών  προσωρινών 
accusative προσωρινό  προσωρινή  προσωρινό  προσωρινούς  προσωρινές  προσωρινά 
vocative προσωρινέ  προσωρινή  προσωρινό  προσωρινοί  προσωρινές  προσωρινά 
[edit]
  • προσωρινή απόλυση f (prosoriní apólysi, temporary layoff)