Academia.eduAcademia.edu

Ανδρέας Κάλβος

Αυτό που με συγκινεί στον Ανδρέα Κάλβο, πέρα από τη μοναδική του ποίηση, που βρέθηκε κάπου έναν αιώνα μπροστά από την ποίηση της εποχής του, είναι δυο εντελώς προσωπικά του χαρακτηριστικά. Το ένα, ότι του ήταν απολύτως αδύνατον να συμβιβαστεί με τις εξουσίες (πολιτικές, κοινωνικές, ακαδημαϊκές και ποιητικές) ακόμα κι όταν ήταν αντιμέτωπος με το φάσμα της πείνας. Δεύτερο, ότι σε όλη του τη ζωή παρέμεινε πολιτικά ενεργός. Από τα πρώιμα νιάτα του στην επαναστατική Καρβοναρία, έως και λίγες μέρες πριν το θάνατό του, σε σχετικά μεγάλη ηλικία, όταν βγήκε από το σπίτι, για να πάει να ψηφίσει στο μακρινό Λάουθ της Αγγλίας, όπου τον φρόντιζε στοργικά η μοναδική εξουσία που τον αποδέχτηκε ως είχε, ο έρωτας.

Ανδρέας Κάλβος Πάνος Ζέρβας 9 Δεκεμβρίου 1852, ο Ανδρέας Κάλβος, σε ηλικία 60 ετών, αναχωρεί με προορισμό την Αγγλία. Αυτό που με συγκινεί στον Ανδρέα Κάλβο, πέρα από τη μοναδική του ποίηση, που βρέθηκε κάπου έναν αιώνα μπροστά από την ποίηση της εποχής του, είναι δυο εντελώς προσωπικά του χαρακτηριστικά. Το ένα, ότι του ήταν απολύτως αδύνατον να συμβιβαστεί με τις εξουσίες (πολιτικές, κοινωνικές, ακαδημαϊκές και ποιητικές) ακόμα κι όταν ήταν 1 αντιμέτωπος με το φάσμα της πείνας. Δεύτερο, ότι σε όλη του τη ζωή παρέμεινε πολιτικά ενεργός. Από τα πρώιμα νιάτα του στην επαναστατική Καρβοναρία, έως και λίγες μέρες πριν το θάνατό του, σε σχετικά μεγάλη ηλικία, όταν βγήκε από το σπίτι, για να πάει να ψηφίσει στο μακρινό Λάουθ της Αγγλίας, όπου τον φρόντιζε στοργικά η μοναδική εξουσία που τον αποδέχτηκε ως είχε, ο έρωτας. Το πρώτο «όχι» της μητέρας – πατρίδας Ο Ανδρέας Κάλβος έμελλε να ακούσει πολλά «όχι» από την πατρίδα του, μέχρις ότου, εξηντάχρονος πια και απηυδισμένος, την εγκατέλειψε οριστικά ακολουθώντας την Καρλότα – Αυγούστα, τον τελευταίο έρωτα της ζωής του (και τον μοναδικό που άντεξε στο χρόνο) στην ομιχλώδη γη των Βρετανών. Στα 1813 όμως, στα 21 του χρόνια, δεν έχει μάθει ακόμα πως η πατρίδα είναι άστοργη και ανόητη μητριά για τα παιδιά της που ξεχωρίζουν και της ζητούν κάτι, με την ειλικρινή προοπτική να της το ανταποδώσουν στο πολλαπλάσιο: αν αυτός που αιτείται δεν ανήκει στο στενό κύκλο εκείνων που εξουσιάζουν την πατρίδα – ή δεν έχει άμεση συνάφεια με αυτόν, ώστε να του γίνει το ρουσφέτι, τότε δεν έχει καμιά ελπίδα ανταπόκρισης. Φυσικά, ο Δήμος της Ζακύνθου απορρίπτει την αίτηση του Ανδρέα, παρά τη θερμή συνηγορία του Φώσκολο. Με τον τρόπο αυτόν οι ευγενείς κοτσαμπάσηδες της Ζακύνθου, οι οποίοι είναι πολύ φυσικό να γνώριζαν απέξω κι ανακατωτά τα οικογενειακά του Κάλβου (και σιγά μην επιχορηγούσαν το γόνο του Κερκυραίου ποπολάρου Τζιοβάννι Κάλμπο…) προσέφεραν, άθελά τους, μοναδική υπηρεσία στην ποίηση και στα ελληνικά γράμματα: αν χορηγούσαν την υποτροφία, ο Ανδρέας είναι πολύ πιθανό ότι θα γινόταν ένας σοφός δάσκαλος, αλλά είναι επίσης πιθανό ότι, ακολουθώντας έναν εντελώς διαφορετικό βίο, δεν θα γινόταν πολύπλαγκτος – ούτε καρβονάρος, ούτε απελπισμένος. Είναι πιθανόν αυτός ο υποθετικός Ανδρέας, να έγραφε άλλη, μεγάλη ίσως, ποίηση. Όχι όμως τις Ωδές. Γι’ αυτό, η μελλοντική σουρεαλιστική δημοκρατία της Ζακύνθου, στο πλακόστρωτο πλάι στην προτομή του Κάλβου, ας χαράξει ένα λιτό επίγραμμα – κάπως σαν κι αυτό: 2 Τιμή σ’ εκείνους τους μπαγλαμάδες που η κακή Τύχη τους έδωσε τη δυνατότητα να αδικούν τα νιάτα, την ποίηση και την πατρίδα τους: καμιά φορά, από το βρωμερό χοιροστάσιο των σκέψεων και των ενεργειών τους μπορεί να προκύψει μεγάλο καλό για την ποίηση και την πατρίδα. Maria Theresa Josephine Thomas Σύμφωνα με τα βρετανικά ήθη και έθιμα, ο γάμος του Ανδρέα Κάλβου και της εύμορφης κοπέλας Μαρίας Τόμας αναγγέλλεται επί τρεις συνεχόμενες Κυριακές στην εκκλησία της Αγίας Άννας, στο Σόχο (Banns of Marriage, το λένε αυτό το συνήθειο). Στην ίδια εκκλησία θα γίνει ο πρώτος γάμος του Ανδρέα, με την πρώτη από τις δύο Εγγλέζες που ενυμφεύθη, στις 18 Μαΐου 1819. Ο Κάλβος εγκαταλείπει το Σόχο και εγκαθίσταται σε καλύτερη γειτονιά, αλλά περί το Σεπτέμβριο του 1819 η Μαρία πεθαίνει, μαζί με τη νεογέννητη κόρη τους. Είχαν γνωριστεί το καλοκαίρι του 1818 και ο Ανδρέας την ερωτεύτηκε. Η ευτυχία, μέσω της οικογενειακής ζωής, ήρθε και τον συνάντησε, αλλά πολύ γρήγορα γλίστρησε μέσα από τα χέρια του, καθώς η ζεστή καλοκαιρινή άμμος: για μια ακόμα φορά, ένα επίμονο πεπρωμένο του έκλεισε, στην περίπτωση της Μαρίας – και λίγο αργότερα της Σούζαν – κάθε πιθανή διαδρομή που θα τον κρατούσε μακριά από τις Ωδές: Αυτή η μοναδική ποίηση δε θα μπορούσε να γραφτεί παρά από έναν κατασπαραγμένο άνθρωπο, που λαχταράει με όλη του την ψυχή να αναγεννηθεί, μαζί με την πατρίδα και τη γλώσσα του. Suzan Ridout Η Σούζαν ήταν μαθήτριά του των Ιταλικών και (προφανώς) ερωτευμένη μαζί του από τον πρώτο καιρό. Καθώς όμως ο Ανδρέας σχετίστηκε και στη συνέχεια παντρεύτηκε με τη Μαρία, μάλλον πιεζόμενος από την εγκυμοσύνη της, η Σούζαν δε μπορούσε παρά να μείνει διακριτικά στο περιθώριο. Αλλά μετά τον μοιραίο Σεπτέμβριο του 1819, τα πράγματα άλλαξαν: από αρχές Νοεμβρίου άρχισε μια έντονη ερωτική ιστορία ανάμεσα στον Έλληνα ποιητή και τη νεαρή Αγγλίδα, 3 κατ΄ αρχήν με διστακτικές συναντήσεις και ανταλλαγή επιστολών. Το αποφασιστικό βήμα το έκανε η Σούζαν. Εκείνον τον καιρό ο Κάλβος σκοπεύει να ταξιδέψει σε Ιταλία και Ελλάδα – και, φυσικά, η Σούζαν δηλώνει αποφασισμένη να τον ακολουθήσει. Αμ, δε! Τα Χριστούγεννα του στέλνει άλλο γράμμα, όπου τον πληροφορεί ότι η οικογένειά της δεν τον εγκρίνει ως σύζυγο – και οι φίλοι της τη συμβουλεύουν να διαλύσει τον βιαστικό αρραβώνα τους: Ποτέ δε μπορώ να σε ξεχάσω, ποτέ δε θα πάψω να σ’ αγαπώ, ποτέ δε θα πάψω να ενδιαφέρομαι περισσότερο ζωηρά για σένα. Αν αποτύχεις, δεν θα σε κατηγορήσω (…) Αν όμως επιτύχεις, πόσο θα θριαμβεύσω! Αν θα μ’ αγαπάς ακόμα, με τι χαρά θα ανταποδώσω την τρυφερότητά σου! Good Goodness! It’s always the economy! Ο Ανδρέας Κάλβος και το Αιγαίο της ποίησης Ο Τζιοβάννι Κάλβος ασχολήθηκε με το εμπόριο και ταξίδευε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα παιδιά μεγάλωναν χωρίς την παρουσία της μητέρας τους, ενώ και ο πατέρας έλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Για να μην τους αφήνει μονάχους, ο Τζιοβάννι κάποιες φορές έπαιρνε μαζί του και τους γιούς του. Έτσι, μεταξύ των ετών 1805 και 1811, πιθανολογείται ότι ο Ανδρέας επισκέφτηκε τη Σάμο και την Αίγυπτο – ίσως και άλλα μέρη, σε ηλικία από 13 έως 19 ετών. Τα ταξίδια αυτά, που πραγματοποιήθηκαν εξαιτίας της ιδιόρρυθμης οικογενειακής κατάστασης των Κάλβων, αποτέλεσαν ένα μοναδικό θησαυροφυλάκιο παραστάσεων, από το οποίο ο ποιητής Κάλβος, όταν ήρθε η ώρα, ανέσυρε το υλικό με το οποίο έπλασε τους μοναδικούς του στίχους για το Αιγαίο. Είναι ο πρώτος νεοέλληνας ποιητής, του οποίου η ποίηση έχει το Αιγαίο ως κεντρικό τόπο και τρόπο. Τα εμπορικά ταξίδια του Τζιοβάννι Κάλβου γίνονται έτσι, ανεπαισθήτως, το μέσον που η Τύχη διάλεξε ώστε να γίνει το Αιγαίο πεδίο συνάντησης της νέας ελληνικότητας με την αρχαία παράδοση, πολλούς αιώνες μετά τον Όμηρο και τους λυρικούς ποιητές. Γιατί το Αιγαίο, αντίθετα με το δεύτερο (και πλέον καθοριστικό) πεδίο 4 συνάντησης, την ελληνική γλώσσα και την αρχαία γραμματεία, πρέπει να το έχεις ζήσει επιτόπου, για να γράψεις στίχους σαν αυτούς που έγραψε ο Κάλβος. Όσοι από τους αναγνώστες της καλύβας αγαπούν την ελληνική ποίηση έφεραν κιόλας στο μυαλό τους, συνειρμικά, τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη από το Άξιον Εστί, αυτούς όπου τα νησιά του Αιγαίου παρελαύνουν θριαμβικά και θεσπέσια. Τώρα γνωρίζουν και τη μυστική τους αφετηρία. Το Αιγαίο είναι πρώτος, ο καθοριστικός τόπος συνάντησης και συνομιλίας των δύο από τους τρεις μέγιστους ποιητές μας – και δίνει μέσα από τα κύματά του το χρυσό αρραβώνα της μεγάλης αγάπης του νεότερου για τον παλαιότερο. Ο τρίτος τους παρατηρεί, από την Αλεξάνδρεια, χαμογελώντας. Ο Κάλβος και η γλώσσα Δεν είναι στις προθέσεις μου, ούτε ανταποκρίνεται στις δυνατότητές μου, να σχολιάσω επί της ουσίας τις θέσεις του Κάλβου για την ελληνική γλώσσα – αυτό ας το κάνουν όσοι είναι σε θέση να το κάνουν, αν και συνήθως οι ειδικοί πάσης φύσεως προσφέρουν μάλλον σκότισμα, παρά φώτισμα. Μπορώ όμως να σημειώσω το προφανές, ότι ο εικοσιεξάχρονος Κάλβος είχε προβληματιστεί πολύ σοβαρά ως προς τη διαχρονία, την εξέλιξη και τον τύπο της ελληνικής γλώσσας που θα έπρεπε να επιλεγεί, στην εποχή του. Είναι σαφής η προτίμησή του στη λόγια γλώσσα, τη γλώσσα του Πατριαρχείου, αλλά χωρίς να καταδικάζει τη δημοτική, όπως κάνει απερίφραστα για την μίμηση της αρχαίας. Με λίγα λόγια, θεωρώντας ότι υπήρξε αδιάσπαστη συνέχεια στην ελληνική γλώσσα, επιλέγει ως προσφορότερη μορφή την καθαρεύουσα, ακριβώς για να διατηρηθεί αυτή η τόσο σημαντική από πολιτική και ιδεολογική άποψη συνέχεια. Η επιλογή προκύπτει αβίαστα για τον Κάλβο, καθώς ενστερνίζεται τη θεωρία της αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνισμού και δεν αντιλαμβάνεται τη νέα ελληνικότητα ως κάτι ουσιωδώς διάφορο από την αρχαία. Θεωρεί ως αμετακίνητο πολιτικό και πνευματικό κέντρο του ελληνισμού την Κωνσταντινούπολη, ενώ οι πραγματικές πρωτεύουσες των Ελλήνων, 5 από τον 12ο αιώνα και μετά, ήταν διάσπαρτες στις επαρχίες, τα νησιά και (πολλές φορές) τα βουνά. Η καθαρεύουσα που επέλεξε ως γλωσσικό τύπο ο Κάλβος στις Ωδές, εμπόδισε (ουσιαστικά: ματαίωσε) την επικοινωνία του με τους Έλληνες της εποχής του – και των επομένων γενεών. Μόλις κατά τον εικοστό αιώνα τον ανακάλυψαν οι λόγιοι και απομένει ο εικοστός πρώτος για να διαβαστεί όπως του αξίζει από τους Έλληνες. Ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε ότι η ματαίωση της επικοινωνίας δεν ήταν υποχρεωτική, δεν οφείλεται δηλαδή αποκλειστικά στην καθαρεύουσα, αυτή καθαυτή. Τον Κάλβο, ως ποιητή, τον αδίκησαν κατάφωρα όλες οι κακοδαιμονίες (πολιτικές, εκπαιδευτικές, ιδεολογικές) της πραγματικότητας του νέου ελληνικού κράτους. Αλλά, από τη στιγμή που ο ποιητής δεν είδε το έργο του να διαβάζεται όσο ζούσε, λίγη σημασία έχει γι’ αυτόν αν η αναγνώριση ήρθε μερικές δεκαετίες (ή λίγους αιώνες) αργότερα. Καρβονάρος και ποιητής Δεν ξέρω πόσοι έχετε δει την ταινία των αδελφών Ταβιάνι Αλονζανφάν – με πρωταγωνιστή τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι. Πρόκειται για την ιστορία μιας ομάδας καρβονάρων, των Fratelli Sublimi, οι οποίοι ξεκινάνε από τη Βόρειο Ιταλία, στα 1821, και προσπαθούν να οργανώσουν ένοπλο αγώνα στο φτωχό Νότο, μέχρι που σφαγιάζονται από τις δυνάμεις της Τάξεως, αποδυναμωμένοι καθώς είναι από εσωτερικές προδοσίες και αδυναμίες. Στην Ιταλία κυριαρχούσαν τότε οι Αυστριακοί του Μέττερνιχ. Φούντωσε το κίνημα των καρμπονάρων και ξέσπασαν τοπικές επαναστάσεις, στη Νάπολη, τη Σικελία, το Πεδεμόντιο, το Μιλάνο. Οι καρβονάροι είχαν την ίδια δομή με τους μασόνους – άλλωστε ήταν κι αυτοί μια μυστική Εταιρεία. Για να γίνεις μέλος ορκιζόσουν στην Αρετή, στην Ελευθερία και στην Ισότητα. Οι καρβονάροι υπήρξαν από τους προδρόμους, τους προάγγελους μάλλον, των μεγάλων επαναστάσεων του 19ου αιώνα στην Ευρώπη. Ακριβώς την εποχή που περιγράφει η ταινία των Ταβιάνι, στη Φλωρεντία δρούσε ένας καρβονάρος με το όνομα Ανδρέας Κάλβος. Ό,τι γνωρίζουμε για τη δράση του αυτή, προέρχεται αποκλειστικά από τους 6 μυστικούς, πολύτιμους, άγρυπνους και ακούραστους υπηρέτες της Ιστορίας, τις αστυνομικές αρχές, δηλαδή τα αρχεία της αστυνομίας. Ο ίδιος δεν άφησε ούτε λέξη σχετική – για ευνόητους λόγους. Σε κατάλογο καρβονάρων της Φλωρεντινής αστυνομίας, με ημερομηνία 26 Φεβρουαρίου 1821, περιέχεται και το όνομα του Ανδρέα Κάλβου. Στις 16 Μαρτίου η αστυνομία αποφάσισε την απέλαση του Κάλβου (και άλλων αλλοδαπών), αλλά ο περί ου ο λόγος πρόλαβε και αναχώρησε για τη Ρώμη, για υποθέσεις της οργάνωσης. 16 με 21 Απριλίου η αστυνομία της Φλωρεντίας εξάρθρωσε την τοπική οργάνωση των καρβονάρων, συλλαμβάνοντας τα κυριότερα στελέχη της. Τρία από αυτά, κατονόμασαν τον Ανδρέα Κάλβο, ο οποίος εκείνες τις μέρες επέστρεψε από τη Ρώμη. Τον πήραν αμέσως για ανάκριση, αυτός αρνήθηκε τα πάντα, αλλά δεν τους έπεισε: Ως Επτανήσιος ήταν Άγγλος πολίτης, γι’ αυτό και δεν τον φυλάκισαν αμέσως. Διατάχτηκε, ωστόσο, να εγκαταλείψει τη Φλωρεντία μέσα σε 24 ώρες και την Τοσκάνη σε τρεις μέρες. Ο Κάλβος έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον Άγγλο πρεσβευτή και αυτός, πράγματι, απεύθυνε σχετικό ερώτημα, σε έντονη γλώσσα μάλιστα, προς τον υπουργό των Εξωτερικών, χωρίς αποτέλεσμα: Ο Κάλβος εγκατέλειψε την Τοσκάνη και κατευθύνθηκε προς τον σταθερό προορισμό των πολιτικών προσφύγων (δεν ξέρω αν είναι ακόμα) – δηλαδή την Ελβετία. Στις 22 Μαΐου βρισκόταν ήδη στη Γενεύη, τόπο συγκέντρωσης της εξόριστης ιταλικής καρβοναρίας, εγγεγραμμένος στο μητρώο αλλοδαπών της πόλης, ως καθηγητής ξένων γλωσσών. Ο Κάλβος στην Κέρκυρα Στα 1849 εντοπίζεται μια δυναμική εμπλοκή του Κάλβου στην πολιτική. Ήταν ενεργό μέλος του Μεταρρρυθμιστικού Κόμματος, αλλά και μέλος μιας επιτροπής η οποία συνεστήθη με υπόδειξη του αρμοστή Ward για να υποδείξει τα άρθρα του συντάγματος του 1817 που έπρεπε να αναθεωρηθούν. Μετά δε την άρνηση της Αρμοστείας ν’ αποδεχθεί τις προτεινόμενες από την επιτροπή μεταρρυθμίσεις, ο Κάλβος συνεργάστηκε με την εφημερίδα Πατρίς, όπου αρθρογραφούσε 7 εναντίον της Αρμοστείας – έως ότου διαφώνησε με τους άλλους εταίρους και αποχώρησε, λίγους μήνες αργότερα. Αν εξετάσουμε κάπως προσεκτικά την όλη υπόθεση, σε συνδυασμό και με την εμπλοκή του στην υπόθεση της σηροτροφίας αλλά και τη συμμετοχή του στην Αναγνωστική Εταιρεία, θα διαπιστώσουμε ότι: Ο Κάλβος παρέμενε αξιοσέβαστος και εξέχων πολίτης της Κέρκυρας, αλλιώς δεν θα τον επέλεγαν ως μέλος μιας τόσο σημαντικής επιτροπής. Ο Κάλβος παρέμενε ενεργός πολιτικά και κοινωνικά – κάτι που εκτός των άλλων καταρρίπτει τις θεωρίες περί μισανθρωπίας, απόλυτης μοναξιάς κλπ. Σε μια επιστολή στα ιταλικά του Γεωργίου Δε Ρώσση από τα Κύθηρα (όπου ήταν εξόριστος) προς τον Ανδρέα Κάλβο, με ημερομηνία 27 Ιουλίου 1856, διαβάζουμε τα ακόλουθα, που αφορούν τη ζωή του ποιητή στην Κέρκυρα: Δε μπορώ καθόλου να πιστέψω πως η αιώνια σιωπή σας προς όλους τους φίλους σας προέρχεται από λησμονιά γι’ αυτούς, μα την αποδίδω σ’ ένα σύστημα που εσείς αυστηρά υιοθετήσατε, ο Θεός ξέρει για ποιους λόγους. Τον περασμένο χρόνο τέτοιον καιρό βρέθηκα στην Κέρκυρα και πολλές φορές μιλήσαμε με τον ΝΑΠε, για τον φίλο μας τον Κάλβο και για την περιπατητική φιλοσοφία του και ήπιαμε ακόμα στην υγειά σας μες την ίδια κάμαρα και στο ίδιο τραπέζι, όπου τόσες φορές ανταμωθήκαμε σε αδερφικό συμποσιασμό. Η ευκαιρία που μου δίνει ο φίλος μου κύριος Σοφοκλής Τσαλίκης, που μπορεί να τον έχετε γνωρίσει στην Κέρκυρα, πηγαίνοντας κατ’ ευθείαν στο Λονδίνο, είναι πολύ όμορφη, για να την αφήσω να περάσει, χωρίς να σας κάνω να πάρετε με το χέρι του ένα γράμμα με τα νέα μου. Σε μια άλλη άκρως ενδιαφέρουσα επιστολή, ο φίλος του Κάλβου Ιωάννης Σταματέλος γράφει προς τον Σπυρίδωνα Δε Βιάζη, στις 8 Φεβρουαρίου 1881: (…) ανέγνων μετ’ ευχαριστήσεως την βιογραφίαν του μακαρίτου φίλου μου Κάλβου, μεθ’ ου ευτύχησα να συνευωχήσω ποτέ εν Κερκύρα εις τον οίκον του μακαρίτου συμπολίτου μου Αθανασίου Πολίτου, καθηγητού της Χημείας. Πολλάκις ο Κάλβος μοι αφηγήθη τα 8 δεινοπαθήματα του βίου του και με έλεγεν ότι αλλαχού δεν εύρισκεν ανακούφισιν και παρηγορίαν ειμή εις τας μαλακάς αγκάλας των Ελικωνιάδων παρθένων, μεθ’ ων αδιαλείπτως έχαιρε να συνδιαιτάται. Ευτυχώς που σώθηκαν τα γράμματα του Δε Ρώσση και του Σταματέλου – αλλιώς θα μέναμε με τη λανθασμένη εντύπωση ότι ο Κάλβος ήταν κανένας απόκοσμος μισάνθρωπος, χωρίς φίλους, χωρίς κοινωνική ζωή, χωρίς καμιά χαρά – ένα ρομπότ του σπουδαστηρίου. Αλλά, καθόλου έτσι δεν ήταν ο Κάλβος. Μπορεί να μην ήταν κανένας μεγάλος γλεντζές και καλοζωιστής, αλλά δεν έλεγε όχι στην καλή παρέα και το κρασάκι – όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος. Σημειωτέον ότι ο Σολωμός, παρ’ όλη την κοινωνική ζωή που είχε, έπινε μόνος και έγινε αλκοολικός. Αλλά το πιο σκανδαλιστικό και ενδιαφέρον είναι αυτή η αδιάλειπτος συνδιαίτησίς του με τις Ελικωνιάδες παρθένες – δηλαδή με την ποίηση. Ο Κάλβος διάβαζε πάντοτε ποίηση, αυτό είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο. Έγραφε, όμως; Τα τελευταία ταξίδια Σχεδόν εκατό χρόνια μετά, το ελληνικό κράτος αποφασίζει να τιμήσει τον Κάλβο, δια της εκταφής των οστών του και της μεταφοράς τους στην πατρίδα. Στις σχετικές τελετές στην Αγγλία παρίσταται ο Έλληνας πρεσβευτής, που δεν είναι άλλος από τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Επί τη ευκαιρία, δια του παρισταμένου αρχιμανδρίτη, η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία βρήκε επιτέλους την ευκαιρία να τον ψάλλει, για πρώτη φορά. Έμεινε επιτόπου μια αναμνηστική πλάκα – και ο Ανδρέας με την Σαρλότ – Αυγούστα, άθελά τους, ταξίδεψαν ως τον Άγιο Γεώργιο των Φιλικών στη Ζάκυνθο, όπου και ενταφιάστηκαν τα οστά τους, εννοείται με Ορθόδοξο τυπικό: Στη φωτογραφία της εποχής βλέπουμε καμιά δεκαριά παπάδες, με επικεφαλής ένα δεσπότη, να συνοδεύουν ευλαβώς τα ανήμπορα οστά του ποιητή και της Σαρλότ. Λίγα χρόνια μετά, η Ελληνική Πολιτεία (Χούντα ήταν, στα 1968 ) διέπραξε την τελευταία ασχήμια εις βάρος του Ανδρέα Κάλβου: Σήκωσαν και πάλι τα οστά του (και της Σαρλότ) και σε μια 9 σουρεαλιστική αναλαμπή βλακείας, τα εναπόθεσαν στο Μαυσωλείο του… Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων! Δάσκαλος και μαθητής Μια πραγματικά συγκινητική αφήγηση του Σπυρίδωνα Δε Βιάζη, που αναφέρεται μάλλον στα 1864: Ήμεθα δεκαπενταετής ότε το πρώτον ανεγνώσαμε την Λύραν και μας κατενθουσίασε. Μαθών ο Ρωμανός τον ενθουσιασμόν μας, μας διηγήθη τινά περί του βίου του Κάλβου και των έργων, προσθέσας ότι έπρεπε να γίνει μία νέα έκδοσις και εν Αθήναις, και ένας εκ των επιφανών λογογράφων, δια διαλέξεως να κάμει γνωστήν την αξίαν των Ωδών. Αμέσως συνελάβομεν την ιδέαν να κάμωμεν την νέαν έκδοσιν μετά προλεγομένων και οι αδελφοί Κάος, τυπογράφοι, είχον αναλάβει την δαπάνην της εκδόσεως. Ο Πολυλάς τους έπεισεν ότι θα χάσουν τα έξοδά των, διότι ένεκα της γλώσσης αι Ωδαί δεν αρέσουν εις τον πολύν κόσμον. Αν εναυάγησεν η κερκυραϊκή έκδοσις, η ιδέα μας έλαβε σάρκα εις Ζάκυνθον, το 1881, δαπάνη του εκδότου Σεργίου Ραφτάνη. Επωλήθησαν σχεδόν όλα τα αντίτυπα, τα πλείστα όμως εις τον έξω Ελληνισμόν. Ούτως η επιθυμία του αειμνήστου διδασκάλου μας Ρωμανού επραγματοποιήθη, ιδίως, αφού και ο αγαπητός μας ποιητής Παλαμάς, δια της ωραίας αυτού διαλέξεως εστεροποίησε την αναμφισβήτητον ποιητικήν αξίαν του επτανησίου ποιητού. Τι όμορφο, τι σπουδαίο κείμενο! Ένας δεκαπεντάχρονος μαθητής διαβάζει τις Ωδές και τρελαίνεται. Το κουβεντιάζει με τον δάσκαλό του (η ύψιστη ευλογία για έναν νέο: να έχει καλό δάσκαλο!), ο οποίος με ψυχραιμία επισημαίνει το δέον γενέσθαι: έκδοση στην Αθήνα και διάλεξη περί των Ωδών από κάποιον επιφανή λόγιο – προφητικός για ό,τι συνέβη μετά από χρόνια, με τον Παλαμά. Στη συνέχεια ο δεκαπενταετής προσπαθεί να πραγματοποιήσει στην Κέρκυρα αυτό που έπρεπε να έχουν φροντίσει άλλοι: βρίσκει εκδότη για τις Ωδές – αλλά τη δουλειά τη χαλάει την τελευταία στιγμή ένας επιφανής Σολωμικός, ο Πολυλάς, ο οποίος σαμποτάρει την έκδοση φοβίζοντας τους εκδότες ότι δεν θα βγάλουν τα έξοδά τους. Η έκδοση θα πραγματοποιηθεί τελικά μετά από χρόνια, στη Ζάκυνθο: καμιά 10 φορά, τα όνειρα βγαίνουν αληθινά. Είναι η έκδοση, ένα αντίτυπο από την οποία θα φτάσει ως τα χέρια ενός άλλου μαθητή, που αναζητούσε βιβλία στα παλιατζίδικα. Τον έλεγαν Κωστή Παλαμά. Παλαμάς – η πρώτη διάλεξη για τον Κάλβο Η θέση του Παλαμά, ότι τάχα ποίηση μπορεί να γράφεται μόνο στη δημοτική, έχει ήδη αποδειχθεί τραγικό λάθος. Το ότι πρόκειται περί απίστευτου, μεγάλου, ασυγχώρητου λάθους, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η ποίηση όλων όσων αναφέρει ως ζώσα στα 1888, έχει πεθάνει προ πολλού, με εξαίρεση λίγους, αναλογικά, εξαίσιους στίχους του Σολωμού. Αυτό ισχύει και για την ποίηση του Παλαμά – γιατί και ο Παλαμάς έκανε το ίδιο έγκλημα εις βάρος της ποίησής του, έγραψε σε μια δημοτική τεχνητή, ψεύτικη, αποκομμένη από τις ρίζες της γλώσσας, μιμούμενος το αριστουργηματικό δημοτικό τραγούδι χωρίς να είναι λαϊκός, αλλά λόγιος καλλιτέχνης. Το αποτέλεσμα είναι ότι και η δική του ποίηση, στο σύνολό της σχεδόν, πέρασε στα αζήτητα – όχι γιατί δεν ήταν μεγάλος ποιητής ή δεν είχε ενδιαφέροντα θέματα, αλλά γιατί η γλώσσα που χρησιμοποίησε ήταν φτιαγμένη στα επαρχιακά ψευτοεργαστήρια του δημοτικισμού και δε μπόρεσε, πολύ φυσιολογικά, ούτε να σηκώσει το βάρος, ούτε να αντέξει στο χρόνο. Όλοι αυτοί οι ποιητές είχαν τη λανθασμένη και καταδικαστικά δογματική αντίληψη ότι η ψεύτικη γλώσσα στην οποία έγραφαν ποίηση ήταν, τάχα, η γλώσσα του λαού! Κι όχι μονάχα αυτοί: Δυο από τα πολλούς νεότερους, που κατέστρεψαν τις δυνατότητες τους να γράψουν μεγάλη ποίηση, που να αντέξει στο χρόνο, επειδή πίστεψαν ότι έγραφαν στη γλώσσα του λαού, είναι οι Άγγελος Σικελιανός και Νίκος Καζαντζάκης. Αντίθετα, η ιδιοφυία και το γερό ένστικτο του Ανδρέα Κάλβου, τον προστάτεψε από μια τέτοια ολέθρια για την ποίησή του επιλογή – να γράψει στην τραγικά φτωχή και ανέτοιμη δημοτική της εποχής του. Η επιλογή αυτή του στέρησε την δημοφιλία που απόλαυσαν εν ζωή οι σύγχρονοί του και οι νεότεροι ποιητές, αλλά, ας δούμε για περισσότερο από έναν αιώνα, ποιοι και πόσοι ποιητές πριν τον Καβάφη (κι αυτού το αλάθητο ένστικτο τον προφύλαξε από τη φτώχεια της δημοτικής του καιρού του) διαβάζονται σήμερα: εκτός από τον Ανδρέα Κάλβο κανείς, 11 με εξαίρεση λίγους στίχους του Σολωμού και του Παλαμά. Αντίθετα, η ποίηση του Ανδρέα Κάλβου όχι μόνο ζει, αλλά και χαίρει… άκρας υγείας! Ο Παλαμάς βρίσκεται μπροστά σε ένα μεγάλο δίλλημα: Πως είναι δυνατόν να είναι μεγάλη και θαυμαστή η ποίηση του Κάλβου, ενώ δεν είναι γραμμένη στη γλώσσα του λαού, ως οφείλει να είναι κάθε καλή ποίηση; Το δίλλημα βέβαια είναι ψευδές διότι, όπως είπαμε ήδη, η δημοτική του 1820, στην οποία έγραψαν την ποίησή τους οι άλλοι Επτανήσιοι, δεν ήταν καθόλου η γλώσσα του λαού, αλλά ένας φτωχός και αδέξιος μιμητισμός της δημοτικής ποίησης – μόνο που χρειάστηκαν υπερβολικά πολλές δεκαετίες για να συνειδητοποιήσουν οι ποιητές το αδιέξοδό της και να την εγκαταλείψουν οριστικά. Ο Παλαμάς, λοιπόν, κάνει ένα λάθος – στο οποίο τον οδηγεί η δημοτική δογματική του: η ποίηση του Κάλβου δεν είναι καθόλου δυσπρόσιτη εξαιτίας της γλώσσας! Όπως κάθε μεγάλη ποίηση, ανεξάρτητα από το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιεί ο ποιητής, θέλει τον τρόπο του αναγνώστη. Ας πούμε, η ποίηση του Παναγιώτη Σούτσου, δεν είναι καθόλου δυσπρόσιτη – κι ας είναι γραμμένη σε καθαρεύουσα. Και η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη είναι, πολλές φορές, δυσπρόσιτη, κι ας είναι γραμμένη στη γλώσσα του λαού! Αλλού βρίσκεται ο κόμπος. Ο καλός μας Παλαμάς λύνει, δήθεν, το θεωρητικό πρόβλημα, με το κλασσικό εύρημα του από μηχανής θεού: Η αρχαία Μούσα, λέει, φρόντισε να ταιριάξει τα αταίριαστα… Έτσι, μπορεί να συνεχίσει να θαυμάζει χωρίς τύψεις την ποίηση του Κάλβου και να εξακολουθεί να πιστεύει στη δημοτική ως μοναδική και υποχρεωτική γλώσσα της ποίησης: Και η πίττα αφάγωτη – και ο σκύλος χορτάτος! Σεφέρης – η δεύτερη διάλεξη για τον Κάλβο Δεν τον καταλαβαίνω το Σεφέρη. Είναι ο κορυφαίος ανάμεσα σε όσους αναλύουν τον Κάλβο ξινισμένοι, ανάμεσα σε αυτούς που ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με το άχαρο έργο να εντοπίσουν και να αναδείξουν αδυναμίες, κακοτεχνίες, σφάλματα… Αλλά ο Σεφέρης το παρακάνει: Τάχα ο Κάλβος εξαφανίζεται πίσω απ’ την ποίησή του. Τάχα είναι μαθητής του Κοραή. Τάχα είναι Άμλετ. Τάχα αγνοεί το ρήμα. Τάχα 12 είναι το άκρον άωτον του συμβατικού. Τάχα δεν υπάρχει ποίημά του, που να μην έχει διαλείψεις. Πραγματικά, καθένας βλέπει αυτό που είναι προετοιμασμένος να δει, αυτό που μπορεί να δει, αυτό που η δική του κατάσταση του επιτρέπει να δει. Αλλά, προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι, αφού για πολλούς ο Κάλβος άτεχνος, συμβατικός κλπ, τι στην ευχή θέλουν και ασχολούνται με τέτοια επιμονή μ’ αυτόν και την ποίησή του; Στην περίπτωση του Σεφέρη αυτό γίνεται ακόμα πιο κραυγαλέο, στο ακόλουθο απόσπασμα που έγραψε, σε άλλη ευκαιρία, για τη ζωή του Κάλβου στο Λάουθ: (…) η αγγλοσαξωνική συζυγία, η τάξη, ενός διδασκαλείου πουριτανών δεσποινίδων, ρεύματα στα δωμάτια, κι εκείνη η χαρακτηριστική μυρωδιά από μπέικον και αυγά στο τηγάνι μέσα στην υγρασία της ομίχλης… Όσο ήταν ποιητής, η φωνή του βοηθούσε τη φαντασία μας, αλλά πώς να φανταστεί κανείς το σύζυγο της Σαρλόττας – Αυγούστας. Δεκαοχτώ χρόνια χωρίς μια λέξη ελληνικά’ και τα όνειρά του ακόμα, ξενόγλωσσα. Κι όμως, η αγγλοσαξωνική συζυγία ήταν το ευτύχημα για τα τελευταία είκοσι χρόνια του Κάλβου. Μια αδιόρατη λεπτομέρεια, που την αναφέρει ο ίδιος ο Σεφέρης, και που σκιαγραφεί τη φροντίδα και τη στοργή (και τον έρωτα, γιατί όχι;) της Σαρλότ – Αυγούστας γι’ αυτόν: όλες οι μαθήτριες του οικοτροφείου είχαν λάβει σαφείς εντολές να μην τον ενοχλούν, για να μπορεί απερίσπαστος να εργάζεται στο σπουδαστήριό του – την τελευταία και μοναδική αναντικατάστατη πατρίδα του μέτοικου. Όσο για την τάξη ή τον πουριτανισμό – αυτά δα κι αν δεν ενοχλούσαν καθόλου τον ηλικιωμένο ποιητή. Τώρα για τη μυρουδιά του μπέικον μ’ αυγά, τι να πει κανείς… Πάντως, η τάχα αξιοθρήνητη βρετανική περίοδος τον διατήρησε σε άριστη κατάσταση ως το τέλος, τόσο ώστε να βγει και να πάει να ψηφίσει στις τοπικές εκλογές, τρεις μόλις ημέρες πριν πεθάνει – παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες της ανήσυχης Σαρλότ, μη της κρυώσει… Το κυριότερο: είχε ως το τέλος την πνευματική και ψυχική ευρωστία και υγεία να ενδιαφέρεται για τις εκλογές, κάτι που μάλλον υποδεικνύει ήρεμα και ισορροπημένα, μπορεί και ευτυχισμένα γηρατειά. 13 Και η απώλεια της γλώσσας – και της πατρίδας; Διαισθάνομαι πως ο Κάλβος είχε ξεπεράσει πια πολλά πράγματα… Μπορεί και όχι. Ελύτης – η τρίτη διάλεξη για τον Κάλβο Μήπως οι ελλείψεις του κριτικού ακυρώνουν τα βασικά κλειδιά – ερμηνείες που δίνει ο Ελύτης για την ποίηση του Κάλβου; Η άποψή μου είναι πως όχι – θα πρέπει όμως ο σημερινός αναγνώστης, που έχει υπόψη του περισσότερα δεδομένα, να τα συνθέσει με το βασικό καμβά των απόψεων του Ελύτη. Γιατί του Ελύτη και όχι κάποιου κατοπινού συγγραφέα, περισσότερο ενημερωμένου και (κατά προτίμηση) πανεπιστημιακού με περγαμηνές; Επιτρέψτε μου να απαντήσω με έναν παμπάλαιο στίχο: Μηκεθ’ αλίου σκόπει άλλο θαλπνότερον εν αμέρα φαεινόν άστρον ερήμας δι’ αιθέρος (Ο ήλιος ερημώνει με το φως του τον ουρανό από τα άλλα αστέρια. Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος 1, 5-7) Ο Ελύτης, για πρώτη φορά, μέσα στα σκοτάδια της Κατοχής, συνδέει με τόλμη, αλλά και σημαντική τεκμηρίωση, την ποίηση του Κάλβου με την πρωτοπορία της σύγχρονης ποίησης. Για πρώτη φορά προτείνει ένα ερμηνευτικό σχήμα για τις τεκτονικές μεταμορφώσεις στη ζωή του Κάλβου και τις επιδράσεις τους στην ποίησή του. Για πρώτη φορά φωτίζει με οξυδέρκεια τα στοιχεία που οι παλαιότεροι θεωρούσαν ως ιδιομορφίες και αδυναμίες – και τα εμφανίζει ως σημεία υπεροχής. Αξίζει λοιπόν τον κόπο, να σταθούμε κάπως παραπάνω στην εργασία του Οδυσσέα Ελύτη. (…) Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι ο Κάλβος δεν υποδύθηκε ένα ρόλο, εκείνον του επικούρειου ηδονιστή, τον οποίον μισούσε και καταδίκαζε εξ αρχής. Εδώ έχουμε μια ξεκάθαρη περίπτωση διχασμού – γιατί ο Κάλβος που επικράτησε δεν είναι μετεξέλιξη, ωρίμανση, ομαλή συνέχεια του πρώτου Κάλβου, που δεν έχει εξαφανιστεί ακόμα εντελώς, αφού μπορεί και αφήνει τέτοια ίχνη… Ο νέος Κάλβος δεν είναι προϊόν ωρίμανσης, είναι αποτέλεσμα βίαιης τομής ή μιας έντονης εσωτερικής πυρκαγιάς. Αλλά, πόσο δραματική πρέπει να ήταν αυτή η 14 εσωτερική διεργασία! Και, όπως όλα τα πραγματικά δράματα, δεν είχε ως κινούσα αιτία μια ψυχρή λογική επεξεργασία: ο χαμός γυναίκας και κόρης, η ερωτική αποτυχία, η επαγγελματική ανασφάλεια, η επιλογή του καρβοναρισμού ως (αναποτελεσματικής, βέβαια) απάντησης στα πιεστικά ερωτήματα της πολιτικής δράσης, η προδοσία των συντρόφων, η προσφυγιά, η ανέχεια, η αδυναμία πραγματοποίησης του ποιητικώς υπάρχειν – όλα αυτά είναι γεγονότα και καταστάσεις που έζησε αλληλοδιαδόχως ο ποιητής, όσο περνούσε από τη νεότητα στην αντρική ηλικία. Ίσως και άλλα ακόμα, που δε γνωρίζουμε επακριβώς, αλλά μπορούμε να πιθανολογήσουμε: το κενό που άφησε για πάντα ο πρόωρος αποχωρισμός από τη μητέρα, η ντροπή για την πατρική επαγγελματική αποτυχία, η επίμονη παρακολούθηση από τις αστυνομίες όλων των καθεστώτων της Ευρώπης, οι απανωτοί θάνατοι ή αποχωρισμοί φίλων και συντρόφων, η απόλυτη αποτυχία των καρβοναρικών επαναστατικών ονείρων… Οι στίχοι που εντοπίζει και παρουσιάζει ο Ελύτης, διάσπαρτοι μέσα στις Ωδές, μας υποδεικνύουν ότι ο νεανικός Κάλβος, ο νεαρός συμποσιαστής και του έρωτος θεράπων – δεν εξαλείφθηκε ποτέ οριστικά. Πέρασε βέβαια σε δεύτερο πλάνο, αλλά εξακολούθησε να υπάρχει. Έτσι εξηγούνται και οι αδελφικοί συμποσιασμοί, των χρόνων της Κέρκυρας (τους οποίους προφανώς δεν είχε υπ’ όψη ο Ελύτης) αλλά και το κλείσιμο του βίου με τη θετική επιλογή του έρωτα και του ζην, αντί της εύλογης άρνησης, δηλαδή ενός πρόωρου τέλους. Συνήθως οι φιλόλογοι ερμηνεύουν τις μοναδικές αυτές εννέα στροφές ως τέχνασμα, που χρησιμοποιεί ο ποιητής για να υπογραμμίσει με την αντίθεση τον λόγο του υπέρ Αρετής και Ελευθερίας που ακολουθεί. Δε νομίζω. Πολύ πιο ταιριαστό μου φαίνεται ότι ο Κάλβος επινοεί αυτόν τον τρόπο για να μας παρουσιάσει το σπαραγμένο κομμάτι της ψυχής του. Αλλά, η συνέχεια που δίνει είναι τίμια – είναι η πραγματική του επιλογή: τέλος σε όλα όσα δεν υπηρετούν την Αρετή γενικά – και την ελληνική επανάσταση, ειδικά… Γιατί αυτή είναι η έσχατη σανίδα σωτηρίας που διαθέτει ο νέος ακόμα Κάλβος προκειμένου να υποστηρίξει την ίδια την ύπαρξή του. Η ατομική του προσπάθεια και αγωνία κορυφώνεται στα 1826, με την έκδοση του δεύτερου μέρους των Ωδών και την κάθοδό του στην Ελλάδα. 15 Ακολουθεί μια περίοδος αποφόρτισης, για την οποία μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. (…) Η λυδία λίθος, όπως ήδη τονίστηκε, δεν ήταν η ελληνική Επανάσταση, ήταν οι ιταλικές καρβονάρικες επαναστάσεις στην Ιταλία, την ίδια εποχή. Όταν αποτυγχάνουν, ο Κάλβος στρέφεται πια προς την Ελλάδα, όντας εξόριστος στη Γενεύη. Η Αρετή και η Δόξα, που περνούν σαν κόκκινα νήματα τις Ωδές, δεν έγιναν σημεία αναφοράς του Κάλβου επ’ ευκαιρία του ελληνικού, αλλά του ιταλικού επαναστατικού, καρβονάρικου 1821. Όταν χρεοκόπησε το ιταλικό όνειρο, τότε μονάχα ο Κάλβος στράφηκε προς το ελληνικό. Όχι ότι η επαφή έγινε για πρώτη φορά – αδιάψευστος μάρτυρας η ωδή Ελπίς Πατρίδος, που κυκλοφόρησε στο Λονδίνο, στα 1819. Απολογία Ολοκληρώθηκε ήδη η παρουσίαση των σημειώσεων που κρατούσα, σαν καλός ερασιτέχνης, τον καιρό που με απασχολούσε έντονα η ζωή και η ποίηση του Ανδρέα Κάλβου, δηλαδή το καλοκαίρι του 2006. Δεν είναι κάτι περισσότερο από σημειώσεις. Διανθισμένες με ορισμένες δικές μου σκέψεις για τον ποιητή, την ποίησή του και τους κριτικούς της. Αυτές οι σκέψεις δεν είναι ούτε πρωτότυπες, ούτε υποχρεωτικά αξιόλογες. Εκφράζουν, όμως, αυτό που μπόρεσα να αντιληφθώ κατά τη διάρκεια του απολαυστικού ταξιδιού σ’ εκείνη την τόσο ενδιαφέρουσα εποχή και στους απόηχους που άφησε, ως τις μέρες μας. Το μπλογκ είναι ιδανικό μέσο για τη «δημοσιοποίηση» αυτής της απολύτως ερασιτεχνικής προσέγγισης. Γιατί, χωρίς να δημιουργεί τις υποχρεώσεις και το άγχος μιας «κανονικής» εργασίας (η οποία, άλλωστε, είναι μακριά από τις προθέσεις μου – και πέρα από τις δυνατότητές μου) δίνει την ευκαιρία μιας συνομιλίας, τώρα και στο μέλλον, με όσους έχουν παρόμοια αγάπη για τον Κάλβο και την ποίησή του. Ίσως και με εκείνους που έχουν άλλες απόψεις για τον ποιητή και το έργο του. (2008. Αποσπάσματα από εκτενέστερη εργασία) 16