Τα τελευταία βράδια νιώθω την ανάγκη να μείνω μόνη μου σπίτι. Να περπατήσω ή να πάω ένα σινεμά μόνη μου. Στην Αγγλία το έκανα αναγκαστικά αλλά για πρώτη φορά στη ζωή μου το απολάμβανα μαζί με λίγη περηφάνια. Περήφανη μετανάστρια coping alone στην κορπορειτ ξεγυγμνωμένη απο ανέσεις ζωή μου στο Λονδίνο. Κάπου, κάποιος, σε μια άλλη διάσταση ίσως θα χειροκροτούσε αλλα εγώ τυφλωμένη απο τα υποτιθέμενα προνόμια μου δεν έβλεπα τη σκατίλα και τη μιζέρια που έσερνα απο πίσω.
Μου άρεσε η μοναξιά. Τουλάχιστον εκεί ένιωθα οτι είχα όσο χωρο και χρόνο να εκφραστώ όπως θέλω χωρίς να με κρίνει κάποιος. At my pace. Κάπως έτσι μπορώ και ανασαίνω.
Μερικές φορές στις στιγμές της απόλυτης μοναξιάς δεν αντέχω και μου έρχεται να βάλω τα κλάματα. Υπάρχει κάτι τόσο βαρύ που μου είναι δύσκολο να καταλάβω πως προκύπτει. Έτσι ένιωσα προχτές πάλι αλλά η αίσθηση έφερε μαζί και τόσο ξεκάθαρες εικόνες.
Πως γυρνώντας σε ένα σπίτι άδειο στο παρόν, γεμάτο αγαθά, σταθερότητα και αγάπη μπορεί να με πάει πίσω στο παρελθόν σε ένα σπίτι πνιγμένο στην μιζέρια, στη σιωπή μα γεμάτο καταπιεστικές φιγούρες; Προσπαθώ να καταλάβω τις συνδέσεις λες και παω να λύσω κανέναν γρίφο που θα μου ανοίξει την πόρτα σε μια ευτυχισμένη ζωή χωρίς ocd. Κάποιες στιγμές γίνεται καταπιεστικά και αυτό. Αλλες φορές το αφήνω να μου έρχεται χωρίς πολύ επεξεργασία. Όλα είναι αποδεκτά σε κάθε φάση πλέον.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου πόσο καταπιεσμένη χωρίς προσωπικότητα υπήρχε δίπλα μου σαν αίσθηση και ζεστασιά τα βράδια που βλέπαμε σειρές μαζί με τον παππού μου. Δε μπορούσα να καταλάβω αν ήταν ένα ήρεμο έδαφος εκείνες τις στιγμές και στην πραγματικότητα διασκεδάζανε μέσα στη σιωπή. Μάλλον έτσι περνούσαν καλά μεταξύ τους. Απο την άλλη ενώ ένιωθα ζεστασιά ένιωθα και μια αιωρούμενη μιζέρια να κάθεται πάνω στο σβέρκο μου και να μου αποτρέπει να υπάρχω σαν παιδί με ανάγκες. Αόρατη μεστη σιωπή. Οτιδήποτε αλλο είχε επιπτώσεις απο τον Νόνο. Καθωσπρεπισμός και μισογυνία. Είτε απο αυτόν είτε απο αυτήν.
Η μισογυνία με πόνεσε οχι τόσο πολύ οταν ερχόταν απο τη γιαγιά μου παρόλο που ερχόταν στην χειρότερη μορφή της. Πιο πολύ απο την μητέρα μου. Την μητέρα που δεν αγαπήθηκε απο την ιδια την μητέρα της. Προσπάθησε όσο μπορούσε στην αρχή και το αισθάνομαι ακόμα όπως αισθάνομαι και όταν δεν μπορούσε άλλο λίγο πριν πεθάνει. Έβλεπα τη λύπη μεσα στα μάτια της.
Ήθελα τόσα να πώ, να μου δωθεί λίγος χώρος να υπάρχω ανάμεσα τους, να έχω μια υπόσταση σαν παιδί, σαν ενήλικας και εμαθά να τα εκδηλώνω σε ξένους κύκλους.
Ευτυχώς, τους ευχαριστώ.
Μου άρεσε η μοναξιά. Τουλάχιστον εκεί ένιωθα οτι είχα όσο χωρο και χρόνο να εκφραστώ όπως θέλω χωρίς να με κρίνει κάποιος. At my pace. Κάπως έτσι μπορώ και ανασαίνω.
Μερικές φορές στις στιγμές της απόλυτης μοναξιάς δεν αντέχω και μου έρχεται να βάλω τα κλάματα. Υπάρχει κάτι τόσο βαρύ που μου είναι δύσκολο να καταλάβω πως προκύπτει. Έτσι ένιωσα προχτές πάλι αλλά η αίσθηση έφερε μαζί και τόσο ξεκάθαρες εικόνες.
Πως γυρνώντας σε ένα σπίτι άδειο στο παρόν, γεμάτο αγαθά, σταθερότητα και αγάπη μπορεί να με πάει πίσω στο παρελθόν σε ένα σπίτι πνιγμένο στην μιζέρια, στη σιωπή μα γεμάτο καταπιεστικές φιγούρες; Προσπαθώ να καταλάβω τις συνδέσεις λες και παω να λύσω κανέναν γρίφο που θα μου ανοίξει την πόρτα σε μια ευτυχισμένη ζωή χωρίς ocd. Κάποιες στιγμές γίνεται καταπιεστικά και αυτό. Αλλες φορές το αφήνω να μου έρχεται χωρίς πολύ επεξεργασία. Όλα είναι αποδεκτά σε κάθε φάση πλέον.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου πόσο καταπιεσμένη χωρίς προσωπικότητα υπήρχε δίπλα μου σαν αίσθηση και ζεστασιά τα βράδια που βλέπαμε σειρές μαζί με τον παππού μου. Δε μπορούσα να καταλάβω αν ήταν ένα ήρεμο έδαφος εκείνες τις στιγμές και στην πραγματικότητα διασκεδάζανε μέσα στη σιωπή. Μάλλον έτσι περνούσαν καλά μεταξύ τους. Απο την άλλη ενώ ένιωθα ζεστασιά ένιωθα και μια αιωρούμενη μιζέρια να κάθεται πάνω στο σβέρκο μου και να μου αποτρέπει να υπάρχω σαν παιδί με ανάγκες. Αόρατη μεστη σιωπή. Οτιδήποτε αλλο είχε επιπτώσεις απο τον Νόνο. Καθωσπρεπισμός και μισογυνία. Είτε απο αυτόν είτε απο αυτήν.
Η μισογυνία με πόνεσε οχι τόσο πολύ οταν ερχόταν απο τη γιαγιά μου παρόλο που ερχόταν στην χειρότερη μορφή της. Πιο πολύ απο την μητέρα μου. Την μητέρα που δεν αγαπήθηκε απο την ιδια την μητέρα της. Προσπάθησε όσο μπορούσε στην αρχή και το αισθάνομαι ακόμα όπως αισθάνομαι και όταν δεν μπορούσε άλλο λίγο πριν πεθάνει. Έβλεπα τη λύπη μεσα στα μάτια της.
Ήθελα τόσα να πώ, να μου δωθεί λίγος χώρος να υπάρχω ανάμεσα τους, να έχω μια υπόσταση σαν παιδί, σαν ενήλικας και εμαθά να τα εκδηλώνω σε ξένους κύκλους.
Ευτυχώς, τους ευχαριστώ.