Μελλούμενα
Αλεξανδρεύς
Τρίτη μέρα μετά την Ανάσταση του Λαζάρου. Κοιμήθηκα
χωρίς όνειρα χτες. Τέταρτο βράδυ που ξαπλώνω εδώ στο σπίτι της Βηθανίας. Μπορεί
η αναταραχή να γίνει κανονικότητα; Το
κορμί μου μοιάζει να έμαθε τη γωνιά του. Τα πόδια μου μοιάζουν να συνηθίζουν σιγά-σιγά
την απόσταση των δεκαπέντε σταδίων μέχρι την Ιερουσαλήμ. Κι η ψυχή μου όσο πάει
και συνηθίζει την ένταση της κάθε μέρας. Την αντιπαράθεση με τους Γραμματείς
και του Φαρισαίους που δε λέει να κοπάσει. Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος.
Σήμερα σηκωθήκαμε πάλι νωρίς. Μια σιωπή έχει
αρχίσει να εγκαθίσταται πια στη συντροφιά μας. Μια σοβαρότητα που ούτε η
χαρμόσυνη παρουσία του Λαζάρου δεν μπορεί να την διακόψει. Σιωπηλοί
ετοιμαζόμαστε, όπως αυτοί που ξέρουν πως σε λίγο δεν θα είναι πια μαζί. Όπως
εκείνοι που περιμένουν τον θάνατο. Πάντα πίστευα πώς η εκτέλεση ενός ανθρώπου
-ακόμα και του μεγαλύτερου εγκληματία- είναι κατά πολύ χειρότερη από
οποιοδήποτε έγκλημα. Όχι σε ηθικό βάρος. Σε φρίκη. Αυτό το προαναγγελθέν τέλος,
αυτή η τελετουργία του θανάτου, κάνει την εκτέλεση πιο αποκρουστική απ’ οτιδήποτε
άλλο.
Θα ‘θελα για μια φορά ο Δάσκαλος να διαψευστεί. Δεν τολμώ ωστόσο, όχι να του το πω (είδα τι άκουσε ο Πέτρος σαν το ξεστόμισε) αλλά ούτε να το σκεφτώ. Γρήγορα διώχνω τη σκέψη μου πριν φυτρώσει στο χώμα της ψυχής μου, πριν Τον ακούσω να μου λέει: «Τι διαλογίζεσαι;»