Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Φλεβάρης

Δυο βήματα μπρος, δυο βήματα πίσω. Κι όσο περνάει ο καιρός, στο ίδιο σημείο είμαι.
Δυο βήματα μπρος, δυο βήματα πίσω.
Κι εσύ.
Εσύ που νομίζεις πως πάντα έτσι ήμουν. Γιατί έτσι με γνώρισες. Να λαχταράω να τρέξω και από τη λαχτάρα μου τα πόδια να μένουν στο έδαφος κολλημένα.
Να τρέξω. Αλλά προς ποια κατεύθυνση; Κι όλα αυτά τα πράγματα με το όνομα μου πάνω… Δυο χέρια ανοιχτά και μια αγκαλιά.
Δεν ξέρω γιατί αλλά νομίζω ότι κάθε Φλεβάρη από εδώ και πέρα θα αναμετριέμαι με τη ζωή μου. Κάθε Φλεβάρη θα έρχομαι αντιμέτωπη με όσα ανεξίτηλα χαράχτηκαν και όταν ανεξίτηλα πια δεν θα μοιάζουν αυτό θα είναι που θα πονάει πιο πολύ. Και θα νιώθω εκείνη τη λαχτάρα ξανά. Και θα θέλω να τρέξω. Και θα χαμογελάω. Και θα σκέφτομαι ότι μπορεί να ξυπνήσω το άλλο πρωί και δυο χέρια ανοιχτά και μια αγκαλιά θα μου δείξουν το δρόμο.
Γιατί αν παραπατάω, αν ψελλίζω κάθε που πάω να μιλήσω, αν ταλαντεύομαι κάθε που πάω από εδώ ή από εκεί να κάμω, είναι που ξέρω προς τα πού θα ήθελα στα αλήθεια. Και κανείς από τους δρόμους που ανοίγονται μπροστά μου αυτός δεν είναι.
Κάθε Φλεβάρη θα σκέφτομαι ότι που ξέρεις… Μπορεί εκείνο το «μου» του Μάη, του Απριλίου αρχές, πίσω να γυρίσει. Μπορεί κι εδώ να είναι κι εγώ να μη το βλέπω. Μπορεί τα βήματα πίσω να τα παρακάμψω στην επόμενη παράσταση. Μπορεί τα βήματα μπρος μόνο να μείνουν. Και στην άλλη άκρη να είναι ό,τι πραγματικά τη λαχτάρα γέννησε. Άσ’ τα τα άλλα. Είναι για τους δειλούς. Κι εγώ κάθε Φλεβάρη τον δειλό εαυτό μου απέναντί μου τον βάζω, κι ας φοβάμαι πιο πολύ ακόμη κι από τους υπόλοιπους μήνες.
Κάθε Φλεβάρη κάτι τελειώνει και κάτι προσδοκά η ιστορία εκείνη η ξεχασμένη να αρχίσει. Κι είναι αστείο που τα όνειρα εκείνου του Φλεβάρη επαληθεύτηκαν. Ήταν μόνο ένα όνειρο, ένα όνειρο πίσω από μάτια ανοιχτά… Σε ένα δρόμο να στέκεσαι και να χαμογελάς. Σε εμένα. Και φορούσες τα ρούχα τα ίδια… μετά από πολύ καιρό. Και το όνειρο μπροστά μου αλήθεια ήταν.
Κάθε Φλεβάρη ένα όνειρο σπέρνω και περιμένω να ευδοκιμήσει την άνοιξη. Το Μάρτη έχουν μαζευτεί σύννεφα πολλά, τόσα που τίποτε δεν φαίνεται πουθενά. Τον Απρίλιο κάτι αρχίζει να αχνοφαίνεται, το Μάη καινούργια αρχή η ψυχή λαχταρά, τον Ιούνη πάλι ψελλίζω, πάλι βήματα πίσω, το καλοκαίρι λυπάμαι, του φθινοπώρου παράπονα του κρατάω που πάντα νωρίς έρχεται, κι ύστερα τον Φλεβάρη περιμένω το δειλό εαυτό μου απέναντι να βάλω και να του πω ότι εγώ δειλή δεν είμαι.
Δεν ήθελα να είμαι.

Αναδρομή

Τρία χρόνια μετά… Πόσες φορές μπήκαμε άραγε στη ζωή μας στη διαδικασία να μετράμε τον καιρό που περνούσε από μια στιγμή που τότε αλησμόνητη έμοιαζε. Και δες. Ακόμη αλησμόνητη είναι. Η αρχή. Η αρχή που το τέλος πήγε να σημάνει. Πολλές τιμονιές απότομες, σπασμωδικές, αντοχές εξαντλημένες από καιρό, πολύ καιρό, αδέξια βήματα προς το γκρεμό. Δεν πέφτω. Δεν πέφτω, γιατί από κάτω δεν βρίσκεσαι. Δεν πέφτω για να μη λυπηθείς, όπως θα λυπόσουν για τον καθένα. Εδώ μένω και περιμένω οι όροι του παιχνιδιού να αλλάξουν. Κι όσο περιμένω γίνεσαι εσύ ο καθένας. Όπως ο καθένας από εμάς είναι. Μα αυτές οι ημερομηνίες ακόμη ξεπηδούν μέσα από το κλειστό ημερολόγιο. Τρία χρόνια μετά. Από το κλειστό ημερολόγιο δραπετεύεις κι εσύ και στα όνειρά μου τρυπώνεις. Δυο νύχτες συνεχόμενες. 5 και 6 Φεβρουαρίου 2011. Φέτος δεν χιονίζει, μα κοίτα. Πάλι εδώ είσαι. Πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα σαν απρόσκλητος επισκέπτης που τόσο καιρό είχε να ‘ρθει που πια κανείς δεν τον περίμενε. Κανείς δεν τον περιμένει. Κι αν ακόμη εδώ τριγυρνάω είναι που συνήθισα σε αυτό το παγκάκι να κάθομαι. Μα όποτε περνάς, συνειδητοποιώ ότι τον εαυτό που κάποτε κάθισε σε τούτο το παγκάκι, περιμένοντας με λαχτάρα να φανείς, δεν τον έχω πια μαζί μου.

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Τότε μόνο

Ένας δρόμος ολοφώτιστος, πλατύς με αγέρωχα πλατάνια από τη μια και την άλλη πλευρά, που του χαρίζουν λίγη από την ομορφιά τους μάλλον, παρά το βαραίνουν με τις σκιές τους, απλώνεται μπροστά σου. Ακόμη κι αν εσύ τον βλέπεις σκοτεινό, τρέξε. Δεν ξέρω που οδηγεί, αλλά να… Θυμάσαι εκείνη την τεράστια κατηφόρα στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού; Που έτρεχες τόσο γρήγορα που ένιωθες ότι τα πόδια σου χτύπαγαν με δύναμη στην πλάτη σου και τα ποδοβολητά σου ακούγονταν σε όλη τη γειτονιά; Θυμάσαι πού πήγαινες τότε; Σκέφτηκες ποτέ πού οδηγούσε εκείνος ο δρόμος; Όχι. Δεν είχε σημασία. Κι όμως ήσουν ευτυχισμένος.

15.01.204, 03:35

Ατέρμονος κύκλος

Δεν θέλω όταν ξαναπεράσω από εδώ να σε βρω στην ίδια γωνιά καθισμένο με το πρόσωπό σου μέσα στις χούφτες σου. Ξέρεις εγώ δεν ξέρω πως διαγράφηκαν όλες αυτές οι γραμμές γύρω μας. Δεν ξέρω πως χαράξαμε έναν κύκλο τόσο επιμελώς στρογγυλό, λες και μελετήσαμε την κάθε λεπτομέρειά του, λες και χρόνια τον σχεδιάζαμε… και … Δεν ξέρω πώς καταφέραμε να χαράξουμε τούτο τον κύκλο γύρω μας και να κλείσουμε όλα τα αληθινά σπουδαία πράματα έξω από αυτόν. Δεν ξέρω πώς βουτάν τα χέρια τους στο νερό όταν χρόνια ολόκληρα δεν υπάρχει ούτε μια στάλα γύρω. Δεν ξέρω πώς βρίσκουν το κουράγιο να φτάσουν μέχρι την ακροθαλασσιά. Δεν ξέρω καν γιατί έμειναν τόσα χρόνια σε τούτη την αμμουδιά. Δεν ξέρω γιατί πάντα αργεί να ξημερώσει. Δεν ξέρω γιατί είμαι ακόμα εδώ. Δεν ξέρω γιατί θα είμαι εδώ και μετά από πολλά πολλά χρόνια, αλλά ξέρω ότι εδώ θα είμαι. Απόψε θα ήθελα μόνο να καβαλήσω ένα ποδήλατο και να φύγω το άπειρο κυνηγώντας, χωρίς να με νοιάζει αν έχω κρατήσει δυνάμεις για την επιστροφή, χωρίς να με νοιάζει αν θυμάμαι το δρόμο για την επιστροφή. Αλλά δεν θα το κάνω. Θα μείνω εδώ και το πρωί θα με βρεις στα μέρη τα ίδια.

15.01.204, 03:46

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010


Πέρασα πολλά για να’ ρθω ως εσένα… Φίλα με ξανά, σου τα’ χω φυλαγμένα…

22 Δεκεμβρίου 2008. Λείπεις εσύ. 22 Δεκεμβρίου 2009. Λείπω εγώ. 22 Δεκεμβρίου 2010. Λείπει ό,τι ποτέ υπήρξε. Μια απουσία παράξενη. Που πέρασε από στάδια πολλά για να γίνει ατόφια, απόλυτη, αμείλικτη. Κενό. Κενό χαρτί σε χέρια που δεν κρατούν μολύβι. Απέραντο πέλαγο απλώνεται μπροστά σε μάτια δεμένα με μαντίλι. Δεν ξέρω κολύμπι. Θυμάσαι; Ένα σχοινί τεντωμένο κι εγώ πάνω του να περπατάω. Και να περιμένω. Ώσπου η αναμονή έγινε πραγματικότητα. Σου είχα πει ότι φοβάμαι. Θα έπρεπε να υπάρχει ένας σταθμός σε μια μεριά τούτης της γης με τρένα που θα σε γυρνούν εκεί που περισσότερο νοστάλγησες. Θα πήγαινα με αδειανά τα χέρια και όταν θα βρισκόμουν πίσω στο σημείο που έλειπες εσύ θα σου έδειχνα ότι εγώ εδώ είμαι. Ίσως τότε εδώ για πάντα να έμενα. Κι οι τοίχοι ακόμη κουραστήκαν και αλλάξαν φορεσιές. Όλα θαρρείς πως άλλαξαν… Ο τρόπος που με κοιτάζεις, ο τρόπος που κοιτάζεις… Ο τρόπος που σε κοιτάζω… Που κοιτάζω… Κοιτάζω; Τα μάτια της ψυχής δεμένα με μαντίλι. Το κλειδί στο πάτο της θάλασσας βαθιά, πολύ βαθιά… Δεν ξέρω κολύμπι. Θυμάσαι; «Έλα εδώ…». Δυο λέξεις η μια πλάι στην άλλη. Κάποτε θα ηχούσαν στα αφτιά μου σαν γιορτή. «Έλα εδώ..», ενώ απέναντί σου είμαι. Νόμιζα πως πάντα απέναντί σου θα ήμουν. Μα όταν προσπάθησα να κινηθώ προς το μέρος σου είδα πως μονάχα η ανάμνησή μου ήμουν. Οι αναμνήσεις δεν κινούνται. Και πια δεν κινούν. Δεν ξέρω πως...

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

:)


Απόψε ήθελε να τους πει ότι το χαμόγελό του δεν είναι παρά μπογιά στο πρόσωπο περασμένη. Ότι μες στα ρούχα του χωράνε άλλοι δέκα με ένα δράμι από τη ψυχή τη δική του. Τόσο μικρός ένιωθε… Ότι οι τιράντες του είναι η αλήθεια που αρνήθηκε κατάματα να κοιτάξει κι αυτή δεν λέει πίσω να γυρίσει. Ότι φοβάται. Ότι δεν έχει τίποτα. Τίποτα στα αλήθεια. Ποτέ δεν είχε. Φοβάται. Φοβάται που έξω ο ουρανός διαμαρτύρεται, οι σταγόνες στήνουν το δικό τους χορό, καταρράκτες στις εκβολές χαμένων ονείρων, κι αυτός στέκεται πίσω από το παράθυρο, αδύναμος να κάνει το βήμα εκείνο που τον χωρίζει από όσα κάποτε ήτανε ή ήθελε να είναι. Απόψε ήθελε να μπορούσε να γυρνούσε το χρόνο πίσω και να προλάβαινε… Τη ζωή… Πριν προσπεράσει. Και αυτή η βροχή…. Δεν χαρίζεται. Άλλο ένα φθινόπωρο που δεν τον περίμενε. Κι ενώ ένα χρόνο τώρα περπατούσε και περπατούσε και περπατούσε, παλεύοντας το φόβο της ανάγκης να μείνει στο ίδιο σημείο να νικήσει, τώρα στέκεται πίσω από το παράθυρο και γυρεύει το χαρούμενο παιδί που με τα χέρια ανοιχτά στριφογυρνούσε μες στη βροχή. Γυρεύει τον ανήσυχο νέο που περπατούσε χωρίς ομπρέλα μες στην καταιγίδα, προσποιούμενος πως την έχει ξεχάσει, κι άφηνε τις σταγόνες αυτές που τώρα τόσο ξένες μοιάζουν, να ξεπλύνουν τα σωθικά του. Τότε που όλα τα όνειρα έτσι κι αλλιώς τόσο διάφανα ήταν. Τώρα ένα παράθυρο χωρίζει τη ματαιότητα από τη ζωή κι ένα παιδί που το ποδήλατό του από τις σκάλες κατεβάζει και στο βρεγμένο δρόμο το ακουμπά πριν το ταξίδι για τη ζωή ξεκινήσει κι ένα παιδί ακόμη, λίγο μεγαλύτερο, που βλέπει στα νερά μιας πισίνας τη φουρτουνιασμένη θάλασσα που τόσο είχε ανάγκη, τον κοιτάνε πίσω από το τζάμι του παραθύρου να στέκει με αυτά τα δακρυσμένα μάτια, αυτές τις άδειες τσέπες, τα χέρια τα αδειανά και την ψυχή την αποκαμωμένη. Ίσως του πάρει λίγο καιρό ακόμη, μα δεν μπορεί… Θα το βρει αυτό το άνοιγμα στους τοίχους… Αυτό το άνοιγμα που σαν πόρτα για τον ουρανό φαντάζει.



15.10.2010, 05: 41

Μόνο γιατί με κοίταξες μια νύχτα με συμπονια, κι ένιωσα πως ήξερες πως χάθηκα στα χρόνια...

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Πιο φτωχοί κι απ' τους αγγέλους....

Έχω ένα παπάκι,
να μου κάνει πα, να μου κάνει πα πα πα....
Κι ένα κουνελάκι,
που όλο μου κουνάει, που όλο μου κουνάει τα αφτιά....

Και δεν μου καίγεται καρφί,
αν εσύ περνάς και δεν μου ξαναμιλάς...
Και δεν μου καίγεται καρφί,
αν εσύ περνάς και δεν μου ξαναμιλάς...

Ίσως να ξανάρθεις,
όταν θα' χω πια, όταν θα' χω πια χαθεί...
Κι ή θα μ' έχουν θάψει,
ήη θα έχω μα... ή θα έχω μαραθεί...

Κι ας μην σου καίγεται καρφί,
κι ας συνήθισες κι εσύ....
Κι ας μην σου καίγεται καρφί,
κι ας συνήθισες κι εσύ...