Ένα συγκινητικό άρθρο από την Ευρυτάνισσα κυρά Λένη
για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
Η φιλοξενία ήτανε κάτι το ιερό για τα χωριά της Ευρυτανίας. Ήταν δείγμα πολιτισμού για τους ορεινούς ανθρώπους. Οι παππούδες μας, οι γονείς μας και γενικά όλος ο κόσμος θεωρούσανε, εκείνα τα χρόνια, ευχή να έρθει κάποιος μακρινός μουσαφίρης στο σπίτι τους και ιδίως αν ήταν να μείνει το βράδυ. Θα στρώνανε τα καλύτερα για να κοιμηθεί, θα φτιάχνανε το νοστιμότερο φαγητό και βέβαια θα κάθονταν το βράδυ για να κουβεντιάσουν, να μάθουν τα νέα από το χωριό του φιλοξενούμενου, να πούνε κι αυτοί τα δικά τους. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν τηλεοράσεις και ακόμη και τα ραδιόφωνα ήταν σπάνια...
Συγκοινωνίες δεν υπήρχαν στα περισσότερα χωριά μας. Εγκαταλειμμένη στη μοίρα της ήταν μια ζωή η Ευρυτανία. Εδώ καλά-καλά δεν υπάρχουν συγκοινωνίες ούτε σήμερα, θα υπήρχαν τότε;; Ξεκίναγε λοιπόν ο καθένας από το μακρινό του χωριό για να πάει με τα πόδια μέχρι την πρωτεύουσα, το Καρπενήσι, να κάνει τις δουλειές του. Καθώς όμως οι αποστάσεις ήταν μεγάλες, ο οδοιπόρος βράδιαζε πολλές φορές στο δρόμο, οπότε σε κάποιο χωριό που τον έπαιρνε η νύχτα κοίταγε να βρει κάπου να μείνει. Χτύπαγε τότε κάποια πόρτα κι όταν του ανοίγανε ρωτούσε: "μπορώ βρε πατριώτη να ξενυχτήσω απόψε στο σπιτικό σου;;". "Μετά χαράς", του έλεγε σχεδόν πάντοτε ο νοικοκύρης. Κι έτσι οι άνθρωποι έβρισκαν απάγκιο.
Βέβαια ακόμη και σήμερα σε μερικές περιπτώσεις, και ειδικά σε κάποια απόμακρα μικρά χωριουδάκια της Ευρυτανίας, έτσι και τύχει να ξεμείνει κανείς βράδυ, σίγουρα θα βρεθεί κάποια γιαγιά ή κάποιος γεροντάκος για να τον φιλοξενήσει. Να λοιπόν και μερικά καλά που μας έμειναν σ' αυτούς τους κακούς καιρούς που ζούμε πια.
Όμως η φιλοξενία δεν ήταν μόνο στα χωριά. Αυτή τη νοοτροπία του Ευρυτάνα τη συναντούσες και στην Αθήνα τα πιο παλιά χρόνια. Όσοι δικοί μας κατοικούσαν στην πρωτεύουσα φιλοξενούσαν τους συγγενείς τους, τους συγχωριανούς τους και γενικά τους συμπατριώτες τους, πολλές φορές και για αρκετό καιρό μέχρι να τελειώσουν τις διάφορες υποχρεώσεις τους ή ώσπου να πιάσουν καμιά δουλειά αν τύχαινε να έρθουν στην πόλη για πιο μόνιμα θέλοντας έτσι να ξεφύγουν από τη φτώχεια ή από άλλες καταστάσεις στα χωριά.
Τότε ήταν που συναντούσες το μεγαλείο της ψυχής του Ευρυτάνα. Θα σας πω για την Κυρία, με Κάππα κεφαλαίο, τη Βασιλική. Φτωχό κορίτσι ήρθε στην Αθήνα στο θείο της και δούλεψε σκληρά. Αργότερα έφτιαξε το δικό της σπιτικό με τον άντρα της και το μικρό της παιδάκι. Ένα δωματιάκι είχε όλο κι όλο. Φτωχό σε τετραγωνικά μα πλούσιο σε καρδιά. Απ' αυτό το χώρο πέρασαν πολλοί φιλοξενούμενοι, από το χωριό της, από το χωριό του άντρα της και από τα γύρω χωριά. Πόσοι και πόσοι δεν περάσανε από το σπιτικό της Κυρίας Βασιλικής. Και όλοι χωρούσαν! Πως;;; Έπαιρνε τσιμεντόλιθους, έβαζε τρεις από δω-τρεις από κει, ακούμπαγε μετά από πάνω σανίδες και έτοιμο το... κρεβάτι για τον μουσαφίρη! Και πάντα θα υπήρχε κι ένα πιάτο ζεστό φαγητό. Ευγενική ψυχή η Κυρία Βασιλική. Και εκείνο το μωρό της έγινε ένας υγιέστατος άντρας και ένας τέλειος οικογενειάρχης. Πως θα γινόταν κι αλλιώς αφού είχε μια τέτοια υπέροχη μάνα και ένα σπουδαίο πατέρα. Κι ας κοιμόταν το μωρό στο ίδιο δωμάτιο με άλλα 10 άτομα!
Ο κυρ-Γιάννης πάλι... Φτωχός άνθρωπος και αυτός, βιοπαλαιστής, όπως και ο αδερφός του ο Κλεομένης, φιλοξενούσαν, αυτοί και οι γυναίκες τους, τα αδέρφια τους, ακόμη και ξαδέρφια, για χρόνια, στην αρχή ώσπου να πιάσουνε δουλειές, κι ύστερα μέχρι να αποκατασταθούν και να παντρευτούν, άλλοτε να παντρέψουν και αδερφές και όλα αυτά χωρίς ποτέ να βαρυγκομούν κι ας είχαν κι εκείνοι ήδη τις δικές τους οικογένειες, τις γυναίκες τους και τα παιδάκια τους. Το σπιτικό τους ήταν ανοιχτό και φιλόξενο.
Ή ο κυρ Χρήστος με τη γυναίκα του την Αντιγόνη που μαζί με τα τέσσερα υπέροχα παιδιά που μεγάλωσαν, είχανε μαζί τους ώσπου να κλείσουν τα μάτια τους, τούς παππούδες, τούς γονείς δηλαδή και των δύο!, που τους γηροκόμησαν ως τα βαθιά τους γεράματα με μεγάλη αγάπη και με όλες τις φροντίδες.
Πολλές από αυτές τις οικογένειες που σας αναφέρω είχανε φύγει από την Ευρυτανία μετά τον εμφύλιο για να αποφύγουν σκληρές καταστάσεις.
Δεν είχαν πλούτη και ανέσεις, ίσα-ίσα που ήταν μεροκαματιάρηδες. Όμως το γέλιο και η χαρά ήταν ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους! Γιατί η επικοινωνία και η προσφορά δεν σε αφήνουν να μελαγχολήσεις όσο δύσκολα κι αν περνάς.
Σιγά-σιγά χαθήκανε όλα αυτά τα ωραία, άλλαξε ο κόσμος. Σε υλικά αγαθά είμαστε σαφώς καλύτερα κάπως. Αλλά ψυχικά;; Χάλια μαύρα...
Ο κόσμος απομονώθηκε, κλείστηκε καθένας στο καβούκι του, κατάφεραν να μας αποξενώσουνε και να μας μικρύνουν την καρδιά που κάποτε ήταν μεγάλη και ανοιχτή για όλους. Η ψυχική η μιζέρια είναι χειρότερη κι από τη φτώχεια.
Σας εύχομαι σε όλους Καλό Πάσχα και να θυμάστε να ανοίγετε με χαμόγελο την πόρτα και την καρδιά σας. Θα δίνετε χαρά και θα είστε και οι ίδιοι πιο ευτυχισμένοι.
Ήταν ένα υπέροχο κείμενο
από την Ευρυτάνισσα κυρά Λένη