Θέλω να μιλήσω γι' αυτόν τον άνθρωπο. Σε λίγο καιρό πεθαίνει. Κάτι να μείνει από αυτόν.
Η Ρ. μού είπε σήμερα ότι "μικρό τον έβαζαν να πηδιέται όταν ήταν παιδάκι για τα χρήματα". Έτσι, ωμά, όπως ακούστηκε. Ποιοι; Οι δικοί του; Δε ρώτησα. Δεν πρόλαβα. Έφευγε από το δωμάτιο της κυρίας Ο. και πήγαινε σε άλλο. Φαινόταν ταραγμένη και απασχολημένη. Ο Γ. ήταν από τις πρώτες φυσιογνωμίες σ' αυτόν τον χώρο. Συνήθως σκυφτός, μ' ένα κουτί τσιγάρα στα χέρια ή μ' ένα φαράσι να σκουπίζει τον προαύλιο χώρο. Με κάτι ν' ασχολείται. Έπειτα στο ισόγειο, ερχόταν κοντά και έβλεπε τηλεόραση ή άκουγε τι λέγαμε τις ώρες με την κυρία Μ. και συμπλήρωνε, όποτε δε θυμόταν εκείνη. "Τι φάγατε σήμερα;" - ρωτούσα, καμιά φορά. Σιωπή, από την άλλη. "Κεφτεδάκια με κόκκινη σάλτσα και πουρέ!", πεταγόταν ο Γ., λες και ήταν πια ύψιστης σημασίας το καθημερινό φαγητό. Κι όμως τον προσέλαβα βοηθό σε αυτές τις υποτυπώδεις συνεδρίες - κουβέντες και όταν αρκετοί ξεχνούσαν, αυτός γινόταν η μνήμη τους. Τον " υιοθέτησα" και σιγά-σιγά άρχισε ν' ανοίγεται και να μου λέει για τις δουλειές στην Ελβετία τον παλιό καλό καιρό, για την αδελφή του, τον ανιψιό του, την παλιά Αθήνα, τα λεξικά που τόσο αγαπάει, τις ξένες γλώσσες που έμαθε. Κι όλο πονούσε αλλά έλεγε πως οι γιατροί κουράστηκαν να του λένε μια ζωή ότι έχει ψυχοσωματικά και νευρόπονους κι όταν τύχαινε να σηκώσω βάρος και να με πιάσει η πλάτη μου, τον ρωτούσα επίτηδες ποιο, άραγε, φάρμακο ή γιατροσόφι κατά τη γνώμη του θα με θεράπευε. Είχε ένα ρόλο εκεί μέσα. Αγαπούσε τα γλυκά - ιδιαίτερα τις σοκολάτες. Δεν καταλάβαινες εύκολα τι λέει και γιατί από τα φάρμακα, ο λόγος του ήταν όπως ενός που έχει ψύχωση, και επειδή είχε μασέλα. Περίμενε μια ευγενική ματιά, ένα νοιάξιμο. Κι όμως, δεν ήταν το αγρίμι που φαινόταν με την πρώτη ματιά. Υπήρξε κι εκείνος παιδάκι, κάποτε. Δεν ξέρω αν αγαπήθηκε ποτέ. Δε νομίζω ότι είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τις γυναίκες αλλά δε με πείραζε. Στο βάθος είχε ανθρωπιά που δεν την έχουν πολλοί. Ένας τραυματισμένος άνθρωπος μέσα σε φαρδιά ρούχα και με την ινσουλίνη στα ύψη μήπως και κατευνάσει την πίκρα του, τη μνήμη του, τις θολές εικόνες. "Τι κάνει, γιατί χάθηκε; " - ρώτησα τις προάλλες με ένα φόβο γιατί πολλοί από εκείνους που " εξαφανίζονται" για καιρό ξαφνικά μαθαίνω ότι έχουν φύγει από τη ζωή. "Είναι εδώ, μου είπαν, αλλά πολύ σοβαρά...Δε μιλάει, συνήθως κοιμάται και του έχουν ορό." Πήγα λιγάκι να τον δω σήμερα. Ποτέ δεν ξέρεις αν κάποιος καταλαβαίνει και τι. Είχαμε μια ιδιαίτερη επικοινωνία και δεν διαψεύστηκα. Χάιδεψα το γόνατό του κάτω από τη μπλε κουβέρτα και ανταποκρίθηκε. Άνοιξε αμέσως τα μάτια του και χαμογέλασε. Είπαμε τις τυπικές μαλακίες στην αρχή αλλά μετά τον είδα που ήθελε να μιλήσει και του' πιασα κουβέντα. "Πώς με βλέπεις τώρα; - ρώτησε, με σχεδόν αγωνία. "Είσαι ακόμα πιο καλά από πριν!", του αποκρίθηκα, σχεδόν χωρίς να υπερβάλω. Έχει αδυνατίσει πολύ αλλά ήταν πιο ευθύς, πιο ομιλητικός, ανταποκρινόταν θαυμάσια. Η ψύχωση έχει παραμεριστεί μπροστά στη σοβαρή ασθένεια. Μιλούσε με διαύγεια και σχεδόν καθαρά. Του υποσχέθηκα σοκολάτα. Δεν αρνήθηκε, όπως άλλες φορές, από ευγένεια ή περηφάνια. Το δέχτηκε. "Να μου φέρεις!", είπε, σχεδόν με ανυπομονησία.
Ντρέπομαι για τα εγκλήματα που γίνονται σε βάρος αθώων ψυχών, ντρέπομαι για τη δυσωδία κάποιων ανθρώπων. Ο Γ. , ο ογκώδης αυτός, άνθρωπος με τα σκούρα ρούχα, υπήρξε κάποτε παιδάκι. Να τον χάιδεψε άραγε, ποτέ, η μητέρα του; Πώς να μεγάλωνε; Ποια μοναξιά και ποια απόγνωση να τον αγρίεψε στα νιάτα του;
Θέλω να προλάβουμε να νιώσει μια γλύκα για το τέλος. Και κάποιες ωραίες στιγμές, να ζεσταθεί πριν ταξιδέψει οριστικά στο Φως.
https://www.youtube.com/watch?v=NU0Uscs5O9Q&feature=youtu.be