Η Εφημερίδα των Συντακτών, 12-13/4/2025
![]() |
Francis Bacon, τρεις σπουδές για μια σταύρωση (1962), μουσείο Guggenheim N.Y. |
Αν θεωρήσουμε τον θάνατο απλώς ένα στάδιο προς την αέναη ανακύκλωση των βασικών συστατικών της ζωής, από σήμερα (Σάββατο του Λαζάρου) μπαίνουμε στη σημαντικότερη (συμβολικά) ετήσια ανακύκλωση του αρχέγονου μύθου: θάνατος, ανάσταση, κι άλλος θάνατος, κι άλλη ανάσταση. Δικαιούμαι κι εγώ να ανακυκλώσω το πασχαλιάτικο έθιμο της στήλης από συστάσεώς της να ενδοσκοπεί, ολίγον σαρκαστικά, στον θεμελιώδη χριστιανικό μύθο. Η παρακάτω εκδοχή έρχεται από το μακρινό 2007, αλλά ριζικά ανακαινισμένη:
***
Εσείς τώρα μπορεί φορτώνετε βαλίτσες, να γεμίζετε τα πόρτ μπαγκάζ με όλα τα ανθρώπινα αξεσουάρ του θείου πάθους –το κοστούμι της Λαμπρής, το λινό κίτρινο φόρεμα, τις λαμπάδες, το ποδήλατο του παιδιού, τα καλλυντικά της μαμάς, το laptop του μπαμπά, τους φορτιστές των κινητών όλης της οικογένειας. Παλιότερα θα περιλαμβάνατε και μια παχυλή, σαββατοκυριακάτικη εφημερίδα, αβέβαιη ανάμεσα στη θλίψη της σταύρωσης και στη χαρά της ανάστασης, προορισμένη να χρησιμοποιηθεί τελικά όχι τόσο για διάβασμα όσο για τη συλλογή των λιπαρών αποσταγμάτων του αμνού, του μόνου αληθινού θύματος στην ετησίως αναπαριστώμενη θυσία. Κι εμείς, οι εφημεριδάδες, έπρεπε να συμβάλουμε με γενναιοδωρία σ' αυτήν, συνένοχοι μιας ιλαροτραγωδίας σε συσκευασία μπάρμπεκιου. Η συνενοχή έχει συρρικνωθεί πια στο ελάχιστο λόγω συρρίκνωσης στις κυκλοφορίες των εφημερίδων. Θυσία κι αυτές για κάποιαν άλλη, ψηφιακή ανάσταση.
Η παρόρμησή μου να προσφεύγω στην κατ’ έθιμον βλάσφημη υπονόμευση του χριστιανικού μύθου δεν έχει σκοπό να προσβάλω τους πιστούς, ούτε να χλευάσω το αρχέγονο ορμέμφυτο της πίστης (σε τελική ανάλυση όλοι, θρησκευόμενοι, άθεοι ή αγνωστικιστές, είμαστε πιστοί). Αλλά για να ξορκίσω τη δική μου αμηχανία μπροστά στην εξαρθρωμένη πνευματικότητα, την υπερνικημένη από την «αισχρή αργυρολογία» που θα 'λεγε κι ο Πεντζίκης: «Κατσαρόλες, αυτοκίνητα, ραδιόφωνα, σκούπες ηλεκτρικές, πλυντήρια, λάμπες, πορτατίφ, υφάσματα γυναικεία και ανδρικά, τα πάντα εκποιούμενα κάνουν τον χώρο της προσευχής». Αλλά ποιος εκποιείται, τελικά; Ο σωρός των καταναλωτικών ερειπίων ή η ίδια η προσευχή; Ρωτήστε τα Jumbo ή τη Βαρβάκειο αγορά…
Εγώ βέβαια δεν είμαι από τους προσευχόμενους, δεν μου πέφτει λόγος. Αναρωτιέμαι όμως συχνά πόσα οφείλει ο χριστιανικός θρίαμβος στη συναλλαγή ζωής και θανάτου, σ’ αυτό το αβέβαιο ισοζύγιο από το οποίο άντλησε υπεραξίες εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Υπεραξίες χειροπιαστές, καταμετρημένες σαν ομόλογα, παράγωγα ή μετοχές, με μίζες και προμήθειες για όλους τους νόμιμα και παράνομα εμπλακέντες στη μετατροπή του χριστιανισμού σε θρησκεία και τελικά σε ιδεολογία εξουσίας και επιβολής. Ο μόνος χαμένος από αυτή τη συναλλαγή μεταξύ του βιβλικού μύθου και της Ιστορίας είναι ο Ιούδας, που εξασφάλισε και θάνατο χωρίς ανάσταση και θέση στην Κόλαση και τη ρετσινιά του προδότη και μια βέβαιη οικονομική ζημία, αφού έκλεισε τη συμφωνία παράδοσης του Ιησού σε αργύρια και όχι χρυσία σε μια περίοδο που η αξία του ασημιού είχε κατρακυλήσει διεθνώς. Μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου της πίστης ουδέν λάθος αναγνωρίζεται.
Αλλά το πρόβλημα σήμερα δεν το έχει ο Ιούδας, που εξοβελίστηκε σ’ έναν ρόλο απεχθή για τις ανάγκες του χριστιανικού μύθου. Το πρόβλημα το έχει ο ίδιος ο μύθος και οι επαγγελίες του για κατατρόπωση του θανάτου, έστω και διά της ομοιοπαθητικής («θανάτω θάνατον πατήσας»), για μια μακρά σειρά σταυρώσεων που θα ανταμείβονται με ισάριθμες αναστάσεις. Αυτή δεν ήταν η συμφωνία; Η έννοια της θρησκευτικής πίστης σε όλες σχεδόν τις γλώσσες (din στα αραβικά, dat στα εβραϊκά, credo στα λατινικά, πίστη στα ελληνικά) έχει ακριβώς τη σημασία της πίστωσης. Μιας κατάθεσης στην τράπεζα των αξιών με την προσδοκία τόκου ή αυξημένης θείας χάρης. Δισεκατομμύρια άνθρωποι επί δύο χιλιάδες χρόνια επένδυσαν αφειδώς σε θυσίες, σε προσωπικές και συλλογικές σταυρώσεις, περιμένοντας το υπεσχημένο αντάλλαγμα. Το ισοζύγιο είναι ελλειμματικό. Από τη χριστιανική εξίσωση σταυρώσεων και αναστάσεων απουσιάζει κραυγαλέα το δεύτερο σκέλος. Οι πρώτες αποτελούν τη ζωντανή, σχεδόν καθημερινή πραγματικότητα της ανθρωπότητας. Οι δεύτερες έχουν καταντήσει μια νεκρή παρακαταθήκη, μια προθεσμιακή κατάθεση με μηδενικό επιτόκιο και σε προθεσμίες που υπερβαίνουν το προσδόκιμο επιβιώσεως του μέσου δυτικού ανθρώπου.
Η γραπτή ιστορία της ανθρωπότητας, που κατά το εν τρίτο αποτελεί και ιστορία του χριστιανισμού, είναι γεμάτη μαζικές σταυρώσεις, ανθρωποθυσίες και γενοκτονίες στο όνομα της πίστης. Αυτό είναι βέβαια αποκλειστικό προνόμιο του χριστιανισμού. Μάλλον είναι ίδιον κάθε πίστης που εξελίσσεται σε δύναμη επιβολής, όπως απέδειξε και η τύχη των –ισμών της εποχής. Αλλά ο χριστιανισμός διέστρεψε ακόμη και τη σημειολογία του βιβλικού μύθου, όπου θύμα είναι ο μετενσαρκωμένος Θεός και όχι οι άνθρωποι, ο σωτήρας και όχι οι σωζόμενοι. Οι ελέω Θεού αυτοκράτορες, οι Σταυροφόροι με τις ευλογίες του Πάπα, οι κονκισταντόρες, οι «Μάστιγες του Θεού», οι μισθοφόροι-ιεραπόστολοι, οι ιεροεξεταστές, οι βασιλείς και ηγέτες της διαρκώς σπαρασσόμενης Ευρώπης, ακόμη και ο κιτρινομάλλης πλανητάρχης που επικαλείται την πίστη του για τους τυχοδιωκτισμούς που βυθίζουν τον πλανήτη στο χάος ή ευλογούν τη γενοκτονία των Παλαιστινίων, όλοι αυτοί έχουν υφάνει ένα παχύ στρώμα βίας, μίσους και επιβολής πάνω σε μια επαγγελία πάθους και λύτρωσης, αυτοθυσίας και απελευθέρωσης. Ο σωτήρας έγινε τιμωρός, το θύμα εκδικητής. Ο φόβος κατατρόπωσε την προσδοκία.
Ισως γι’ αυτό έχει αξία η θεμελιώδης υπόθεση του Καζαντζάκη στον «Τελευταίο πειρασμό». Τι θα συνέβαινε άραγε αν ο Ναζωραίος, όχι από ανθρώπινη αδυναμία, όχι από τη λαχτάρα της ζωής και της σάρκας, αλλά από τη θέση του ισχυρού άλλαζε το ουράνιο σχέδιο; Αν αντί του αδύναμου ανθρώπου που ψελλίζει «τετέλεσται», εμφάνιζε την όψη ενός παντοδύναμου όντος που κατέβαινε από τον σταυρό, διέλυε τις κουστωδίες των διωκτών του, επέβαλλε από την Πρώτη του Παρουσία τη δική του νέα τάξη πραγμάτων, έντυνε τους γυμνούς, χόρταινε τους πεινασμένους, συγχωρούσε τους αμαρτωλούς, απελευθέρωνε τους υπόδουλους, κατέλυε τους δυνάστες, «πατούσε» και τον θάνατο απαλλάσσοντάς μας από την αγωνία του τέλους; Μεταφυσικό το ερώτημα, αλλά το γεννά από μόνος του ο χριστιανικός μύθος.
Αν πάλι η ιστορία τέλειωνε εκεί, πάνω στον σταυρό, σ’ έναν θάνατο ταπεινωτικό όπως οι περισσότεροι θάνατοι, ίσως η συναλλαγή θανάτου και ζωής αποδεικνυόταν πιο κερδοφόρα. Ισως ο χριστιανισμός είχε κερδίσει εκείνη την πνευματική δύναμη που του στέρησε η μακρόχρονη ταύτιση με την εξουσία, η μεταλλαγή του σε οικονομικό μηχανισμό με απέραντη ισχύ και σε ιδεολογικό status τριών διαδοχικών εκμεταλλευτικών συστημάτων που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα, από τη δουλοκτησία μέχρι τον καπιταλισμό, που εξομοίωσε το αόρατο χέρι του Θεού με το εξίσου αόρατο χέρι της αγοράς.
Αλλά μετά δύο χιλιετίες συστηματικής εκπαίδευσης στην οικονομία της θυσίας, της στέρησης, της εγκράτειας και των μειωμένων προσδοκιών, μετά είκοσι αιώνες διάψευσης της επαγγελίας ότι «οι εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελλαττωθήσονται παντός αγαθού», είναι λογικό να ξεθωριάζει η προσδοκία της ανάστασης.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Οι πύλες του Αδη έσπασαν. Ανοιξαν, ξέφυγαν οι μεντεσέδες. Τα καρφιά που κρατούσαν τα πορτόφυλλα, κατάπεσαν και πατήθηκαν διά του Σταυρού. Εξήγειρε και ανήγειρε τους προγόνους, τον Αδάμ και την Εύα, ο Χριστός εκ του τάφου. Δύναμη, πλούτος, ισχύς, βασιλεία εγκόσμια, στην αλήθεια που εννοώ ακουμπούν και στηρίζονται. Στέκουν οι βασιλείς, ακούν τα παραγγέλματα, υπακούουν, σκύβουν, ταπεινώνονται μπροστά στον Θεοφόρο άνθρωπο. Γονυπετούν. Σηκώνουν πόλεμο.
Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, «Ο πεθαμένος και η ανάσταση»