Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

Σαν πάγος, κοφτερό




Έτσι. Ξεκίνησε έτσι. Στην πραγματικότητα αυτό σε ξύπνησε και όχι το φως ή το ξυπνητήρι δίπλα στο αυτί σου μήπως και παρακοιμηθείς. Αυτό. Αυτές δηλαδή. Εκεί ήρθαν και σε κατοίκησαν. Σαν μοιρολογίστρες παρατάχτηκαν στα κυκλικά ερείπια του νου σου. "Πες μας" σου φώναξαν. Πες μας. Κι εσύ άκουσες "πιες μας". Μα σας πίνω, επεχείρησες να αντισταθείς. Σας πίνω. Κάθε μέρα σας κοινωνώ διαβάζοντας. Όχι όχι , και κουνάνε το κεφάλι πέρα δώθε χαμογελώντας, πες μας, πες μας, μίλα για μας, κατοικούμε στο κεφάλι σου και δεν έχει άλλο, δεν θα απαλλαγείς από μας αν δεν μας πεις. Και σε κοίταξαν μια μια με το αδυσώπητό τους βλέμμα, το βλέμμα εκείνο που τρυπάει, οι Λέξεις, σε κοίταξαν βαθιά και έτσι ξύπνησες. Με αυτό το βάρος. Από τις κατοικημένες λέξεις, από τις κατοικημένες έννοιες.
Άντε μετά να ξανάρθει ο ύπνος.
Οι ερινύες μου είναι κει, μαύρες μοιρολογίστρες. Με κατοικούν αλλά δεν ξέρω να τις αποδώσω. Να τους δώσω διέξοδο. Δεν ξέρω τίποτε, δεν ξέρω να γράφω ,είμαι αναλφάβητος.
Κι έπειτα είναι αυτό το κρύο που έρχεται από κάτω και σιγά σιγά ανεβαίνει. Και η βροχή, τσακ τσακ ασταμάτητα λες και το γκρίζο δεν στερεύει. Το κρύο που έρχεται σαν παγωμένος θάνατος στερεοποιημένος, προσωποποιημένος σε ένα χειμώνα απουσίας χρωμάτων. Τσακ τσακ λες και κάποιος σε στραγγίζει από ζωή για να την κάνει δάκρυα. Όχι, μην το πας σε γελοίους λυρισμούς, τούτο εδώ δεν έχει σχέση με λυρισμούς μα με εφιάλτες. Βρέχει βρέχει λες και δεν θα σταματήσει ποτέ. Ένα νεφελώδες παραπέτασμα σου κρύβει την ζωή. Λες και το κεντάνε αυτές, εκεί στα κυκλικά ερείπια.
Καλωσόρισες στον εφιάλτη σου, χειμώνιασε. Κι αυτόν τον ταφικό χώρο πώς να τον αντέξεις. Ούτε να μιλήσεις για αυτόν δεν θέλεις, γυρνάς το πρόσωπο. Τσαλακωμένο από εκφράσεις πρόσωπο. Κι από τον φόβο του κρύου που σου σκαρφαλώνει την ψυχή.
Γυρνάς από την άλλη, άλλη μια απόπειρα. Γελούν που παλεύεις να τις ξεχάσεις.
"πες μας" σου λένε σχεδόν τραγουδιστά. Γουργουρίζει το φωνήεν, το φονικό φωνήεν έψιλον. Κλείνεις την πόρτα κατάμουτρα και τους ουρλιάζεις όχι , σας αρνιέμαι.
Απεταξάμην το έψιλον, βγάλτε το από μέσα μου αρκετά με κάρφωσε.
Κι έρχεται το κρύο σιγά σιγά από τα πόδια. Παγωμένο σα χέρι θανάτου. Ανεβαίνει. Όταν θα φτάσει στο μυαλό θα έχεις τελειώσει. Το συνειδητοποιείς, θα έχεις τελειώσει.
Τα κυκλικά ερείπια του Μπόρχες σε κυκλώνουν. Δεν είσαι το όνειρο μιας πεταλούδας, δεν είσαι καν το όνειρο ενός άλλου ανθρώπου. Είσαι το όνειρο του εαυτού σου που ήθελε να ζήσει.
Ξυπνάς.

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Ατέρμονο γαλάζιο




Υπάρχει μια ώρα που ο ουρανός και η θάλασσα σμίγουν σε ένα εντυπωσιακό πάντρεμα. Τίποτε δεν παρεμβάλλεται σε αυτή τους την συνάντηση, ακόμα και τα βουνά συνοδεύουν αυτή την χρωματική μέθεξη.
Κι είναι λες και τα άλλα χρώματα σιγούν εντυπωσιασμένα. Και τραβιούνται στην άκρη για να μην ταράξουν αυτήν την θεϊκή γαλήνη.
Δεν υπάρχει πλέον ίσαλος διαχωριστική γραμμή των οριζόντων. Τίποτε, λες και το έδαφος χτες σμίγει με το ουράνιο αύριο, σε ένα παρόν που αναπαράγει ατέρμονα το δευτερόλεπτό του.
Το ρίγος της συνάντησης που διαρκεί.
Η ευλογία του όμοιου.

Και είναι λες κι ο θεός βαστά την αναπνοή του καθώς βλέπει πως επιτέλους κατοίκησαν τα όνειρα τη γη.

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009



Εσένα μπορεί να σε διασκεδάζει αφάνταστα η ιδέα ότι νικάς στο τέλος.
Πως όλους μας συντρίβεις.
Μπορεί να σου φαίνεται πολύ πληκτική ακόμα κι αυτή η αντοχή ή η επιμονή κάποιων από μας σε τούτο το προδιαγεγραμμένο παιχνίδι , συμμετοχή με όση αξιοπρέπεια απομένει σε αυτόν που ξέρει πως του μέλλεται να χάσει.

Δικαίωμά σου να το βλέπεις όσο παιχνίδι θες.

Κι αν είναι αγώνας η παρτίδα, αν είναι ένα όνειρο απλώς ή μια σκιά ονείρου ο άνθρωπος, δεν ξέρω.
Μα για κάθε στιγμή αλήθειας που έχω ζήσει, για κάθε δυνατή στιγμή μου, σου’χω καρφώσει έναν πεσσό στο γυάλινό σου παγωμένο βλέμμα.
Και ας με νικήσεις στην τελική, εγώ στο μεταξύ χίλιες φορές σ’ακύρωσα.




Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

Ο Ρα του Ουρανού



Ας είναι η Πανσέληνος του Αυγούστου σήμερα…
Εγώ προτιμώ αυτόν
Που είναι εκεί κάθε πρωί πιστός στο ραντεβού του.
Χωρίς αυτόν ουδέν.


Αγαπώ αυτόν. Τον συνεπή.
Τον Ρα του ουρανού.


Κάθε ανατολή μου χαρίζεται. Κάθε δύση μου φεύγει.
Μα ξέρω πως θα είναι ξανά εκεί, πως θα τον ξαναβρώ την επομένη.
Γι αυτό τον αγαπώ, επειδή έρχεται πάντα.
Άρχων του ουρανού μου, υπάρχει.

(στην παρουσία αποδεικνύεται η αγάπη , κι όχι στην απουσία. Όχι στο δυσεύρετο, όχι σε τεχνηέντως υφασμένα γυμνάσια απουσίας, μα αν αντέχει στο συνεχές. Αν κάθε φορά τον αναμένεις με την ίδια επιθυμία. Αμείωτη, αμέτρητη, αμέριστη )

Στην θάλασσα επάνω χαρίζει χρυσό διάδρομο για να τον συναντήσεις. Θαρρείς και έλειωσε χρυσάφι και το έστρωσε χαλί…
Μισοκλείνεις τα μάτια πλημμυρισμένος από το απίστευτο φως που σε λούζει κι ως τα τρίσβαθά σου εισέρχεται. Θαλπωρή και δρόσος συνάμα..
Λάμνει το σώμα κατεπάνω του, τα χέρια αγγίζουν τα υπέρπυρά του, που απλόχερα απλώνει απειράριθμα στην υδάτινη επιφάνεια.
Χρυσός δρόμος για να χάνεσαι μες στο απόλυτο φως.
(ποιο φεγγος φεγγαριού μπορεί να τον νικήσει; Ποια σιωπή χρωμάτων μπορεί να τον υπερκεράσει;)


Πόσο μεγάλα πρέπει να είναι τα μάτια μου για να χωρέσουν το φως σου;
Κι ως την ψυχή να φτάσει.

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

Η ποίηση είναι
(ίσως)




Η ποίηση είναι -ίσως- ένας τρόπος να βλέπουμε τις καταστάσεις στην πιο λαμπρή τους φορεσιά.
Όπως το κύμα στίλβει τα βότσαλα στην ακροθαλασσιά δίνοντάς τους την απαράμιλλη λάμψη του πλέον πολύτιμου ορυκτού, έτσι και οι στίχοι μετατρέπουν τα ψήγματα της καθημερινότητας που απομονώνονται επιλεκτικά για να αποκτήσουν βαρύνουσα σημασία στη μέθεξή των με το αιώνιο.

Η ποίηση είναι -ίσως- ένας τρόπος να ξεχνάμε τα πράγματα ρίχνοντάς τα ένα ένα στην λίμνη των Αποχαιρετισμών.